Το χαρτί μύρισε καλοκαίρι. Σε ένα νησί του Αιγαίου. Τότε που το λιοπύρι λιώνει το κάρβουνο και απλώνει στην επιφάνεια του μπλοκ ζωγραφικής. Ομως η αύρα η θαλασσινή στέλνει δροσιά στους βράχους, όπου ανάμεσά τους φυτρώνει ρίγανη και θυμάρι, και έτσι ο ζωγράφος γρήγορα και επιτακτικά σχεδιάζει εκ του φυσικού τα γυμνά σώματα της παραλίας. Αυτή την ιδανική – αν και σκληρή – συνθήκη του καλοκαιριού ένιωσαν συνεργάτες, συγγενείς, φίλοι και fan club που βρέθηκαν απόγευμα Παρασκευής στο Αίθριο των Μουσών του Μεγάρου Μουσικής, στη συνάντησή τους με τη ζωγραφική πλευρά του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Οπως παρουσιάστηκε στη συζήτηση του καλλιτέχνη με την ποιήτρια και εκδότρια του «Nomas Magazine» Λίνα Στεφάνου με αφορμή το λεύκωμά του «Sketches from life» (εκδόσεις Nomas) που περιλαμβάνει μια συλλογή από τα σχέδιά του που έγιναν τα καλοκαίρια από το 2021 έως το 2023 στην Ανάφη, ένα κόμικ από τη δεκαετία του 1980, καθώς και πορτρέτα λουλουδιών με την τεχνική της αβγοτέμπερας. Θέματα της συζήτησης η ζωγραφική, τα γυμνά σώματα, σκιές και φως, η έννοια του ωραίου, η δημιουργία και η συναισθηματική χαρά.

Στον Γιάννη Τσαρούχη αναφέρθηκε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου όταν έγινε δάσκαλός του στα 17 του, «λίγο πριν φύγω από το σπίτι μου και ξεκινήσω την ανεξάρτητη ζωή μου. Ημουν πολύ τυχερός που τον γνώρισα γιατί υπήρξε αληθινός καλλιτέχνης, ένα είδος φιλοσόφου. Συγκράτησα δύο πράγματα τα οποία θα μοιραστώ απόψε μαζί σας. Μου είχε πει κάποτε ότι “τα χρώματα πρέπει να είναι καυλωτικά, όχι το μοντέλο”. Το άλλο πιο σημαντικό είναι ότι ο Τσαρούχης ήταν ο ποιητής του ασήμαντου. Από τα σπουδαιότερα έργα του είναι ένα ποτηράκι με ένα κλαδί αγγελικούλες. Η ταπεινότητα χωρίς ψευτοσεμνότητες, ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε να αναδείξει το τιποτένιο σε θεϊκό είναι ένας οδηγός, ένα μέτρο, το οποίο με βοηθάει πολύ συχνά να συνέρχομαι και να προσπαθώ τον σωστό τρόπο. Και φυσικά ότι θα πρέπει να κοροϊδεύουμε και να είμαστε πάρα πολύ αστείοι».

Αναφέρθηκε στα χρόνια της Καλών Τεχνών, στην πρώτη φάση της Ομάδας Εδάφους, τότε που παράλληλα σπούδαζε και εργαζόταν ως ζωγράφος. «Ποτέ δεν εγκατέλειψα τη ζωγραφική. Απλά σταδιακά με κέρδισαν οι παραστατικές τέχνες. Και τώρα που διανύω το τελευταίο κεφάλαιο της καριέρας μου φαίνεται ότι η ζωγραφική μου θα στηρίξει και τη συγκρότηση και παράδοση του αρχείου μου».

Πώς ξεκίνησες να ζωγραφίσεις στην Ανάφη; τον ρώτησε η Λίνα Στεφάνου και έλαβε την απάντησή του: «Είχα παρασυρθεί από την επιτυχία της Ομάδας Εδάφους, με είχε κατακλύσει η σκηνική μου δουλειά και είχα αραιώσει πολύ από το να ζωγραφίζω για την αξία της ίδιας της ζωγραφικής. Πάντοτε έκανα σχέδια της παράστασης, σκίτσα που λειτουργούσαν ως χορογραφικές σημειώσεις. Είχε περάσει σχεδόν μία εικοσαετία και δεν θυμόμουν ότι έτσι δούλευα. Πριν από περίπου τέσσερα χρόνια ερωτεύτηκα δυνατά και ξαφνικά άρχισα να ζωγραφίζω. Θυμήθηκα το πιο σημαντικό απ’ όλα: ότι είναι μια προσωπική θεραπεία, είναι ένας τρόπος διαλογισμού. Το πολύ συγκεκριμένο που έχουμε αποτυπώσει σε αυτό το βιβλίο είναι οι σπουδές εκ του φυσικού, αυτά που βάζεις απέναντι και μεταφράζεις τις τρεις διαστάσεις σε δύο. Οι παραδοσιακοί ζωγράφοι τα κάνουν ώστε μετέπειτα να συνθέσουν από αυτές τις σπουδές τα έργα τους. Τεράστια διαφορά από το να αντιγράφεις μια φωτογραφία. Είναι μια άσκηση. Πήρα ξανά το θάρρος και – εκεί όπου συχνάζω για να κάνω μπάνιο, οι άνθρωποι είναι όλοι γυμνοί – θυμήθηκα το παλιό μου σπορ να σχεδιάζω κρυφά πάρα πολύ γρήγορα τα ανθρώπινα σώματα την ώρα που είναι ξαπλωμένα. Στη Σχολή Καλών Τεχνών αυτή τη συνθήκη την ονομάζαμε γυμνό νυκτός. Στο βιβλίο υπάρχουν πολλά σχέδια που έγιναν εκείνη τη στιγμή που χαμηλώνει το φως, ο ήλιος κατεβαίνει και μεγαλώνουν οι σκιές. Τότε τα πράγματα, η αναγλυφότητά τους έχουν να κάνουν περισσότερο με τους τόνους και λιγότερο με το περίγραμμα. Τότε διαλέγεις τα σώματα που είναι περισσότερο σκιά παρά φως».

Από πού πιστεύει ότι πηγάζει η ομορφιά ενός σώματος; «Φαίνεται ότι είμαστε προγραμματισμένοι να αναγνωρίζουμε ως ωραίο αυτό το οποίο είναι η ενσάρκωση στην ύλη του αλγόριθμου της ζωής. Χάρη σε αυτόν τον αλγόριθμο αναπτύσσονται τα φύλλα, τα όστρακα, “τρέχει” η ζωή. Ετσι, όταν βλέπουμε το τριαντάφυλλο ή τον ναυτίλο, μας φαίνεται ωραίο. Μάλλον επειδή σε αυτό αναγνωρίζουμε τον κώδικα από τον οποίο είμαστε φτιαγμένοι και εμείς. Και κάπου εκεί νομίζω ότι βρίσκεται και το μυστικό τού τι νομίζουμε εμείς ότι είναι ωραίο ως είδος. Ετυμολογικά αν το δούμε είναι αυτό που είναι στην ώρα του. Αυτό είναι το ωραίο. Για παράδειγμα, ο Κούρος και η Κόρη είναι ωραίοι γιατί είναι στην ώρα τους. Είναι η στιγμή πριν αρχίσει η πτώση. Είναι η κορύφωση της ανάπτυξης πριν από την πτώση. Οπως και τα σώματα που στην ποίηση του Καβάφη πεθαίνουν στα 22 τους χρόνια. Μπορεί όμως ένας άνθρωπος να είναι στην ώρα του εφόσον βρίσκεται σε αρμονία με την ύπαρξή του τη στιγμή που τον βλέπεις. Και ας μην είναι πλέον 22».

Οσο για τη διαδικασία της δημιουργίας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είπε ότι εκείνο που προηγείται συναισθηματικά είναι η χαρά. «Ακόμη και όταν μιλάω για πράγματα τα οποία εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι έρχονται από τα σκοτάδια μέσα μου, η δημιουργία βγαίνει από περίοδο χαράς. Βέβαια, υπάρχει μια στιγμή που το παιχνίδι της αναρχικής έρευνας πρέπει να σταματήσει και να γίνει η σύνθεση γιατί έρχεται το deadline. Αυτό είναι η κόλαση».