Είχαν περάσει έξι εβδομάδες από την επιλογή των ενόρκων, πέντε από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Τα πρόσωπα της δίκης αυτής θα μπορούσαν να έχουν ξεπηδήσει κατευθείαν από σελίδες του Πολ Οστερ ή (με ρούχα άλλης εποχής) του Ε. Λ. Ντόκτοροου: o πρώην προσωπικός δικηγόρος και «διακανονιστής» του κατηγορουμένου, που «θα έτρωγε σφαίρα για χάρη του», που με δική του παραδοχή εκφόβισε κι εξεβίασε για λογαριασμό του αφεντικού του αλλά και έκλεψε για δικό του, που εξέτισε τρίχρονη φυλάκιση και που μετά κατέθεσε καταιγιστικά κατά του πρώην εργοδότη του· η «πρωταγωνίστρια ταινιών για ενήλικους» που κάτω από τη νομική και κοινωνική ομοβροντία συκοφαντιών, χλεύης και δυσφήμησης παρέμεινε ψύχραιμη, ετοιμόλογη και ερεθιστικά (;) λεπτομερής· κι εκείνοι οι 12 ένορκοι, οι απλοί κι ανώνυμοι άνθρωποι που για έξι εβδομάδες έβαλαν τις ζωές τους στην κατάψυξη κι έκλεισαν αφτιά και στόματα για να μην ακούνε τίποτε άλλο πέραν όσων γίνονταν μέσα στη δικαστική αίθουσα και όσων τους υπέδειξε ο δικαστής: σοβαροί και προσηλωμένοι, παρακολούθησαν μέσα σ’ αυτό το όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακό δικαστήριο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης την πιο πρωτοφανή δίκη που έγινε ποτέ, και κατόπιν αποσύρθηκαν για να συσκεφθούν και να βγάλουν απόφαση για την αθώωση ή ενοχή ενός πρώην (και πιθανότατα μελλοντικού) προέδρου της χώρας τους. Και αιφνιδιαστικά, μέσα σε λιγότερο από 12 ώρες, αποφάσισαν.
Μια τόσο γρήγορη ετυμηγορία, κανένας δεν την περίμενε. Ο κατηγορούμενος (που καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης είχε παραμείνει ανέκφραστος και με μάτια κλειστά, είτε επειδή κοιμόταν είτε επειδή οι σύμβουλοί του το θεώρησαν φρονιμότερο) χαμογελούσε χαλαρός εν μέσω της νομικής του στρατιάς – ο βασικός του συνήγορος, μάλιστα, ήταν διπλωμένος στα δύο από κάποιο καλαμπούρι. Και ξαφνικά όλοι πάγωσαν: οι ένορκοι είχαν βγάλει απόφαση, επέστρεφαν στην αίθουσα, να τοι: περνούσαν από μπροστά τους, χωρίς να κοιτούν τον κατηγορούμενο.
Είναι γνωστή η θεωρία (δεν γνωρίζω αν και αποδεδειγμένη) ότι οι ένορκοι δεν κοιτούν ποτέ αυτόν που έχουν καταδικάσει. Ομως ο κατηγορούμενος χλώμιασε – η πορτοκαλί του απόχρωση ξεπλύθηκε και στη θέση της απλώθηκε το σταχτί. Στάθηκε όρθιος και για δύο λεπτά, δύο ολόκληρα λεπτά, άκουγε από έναν ιρλανδό μετανάστη τη λέξη «ένοχος», ειπωμένη τριάντα τέσσερις φορές. Δυο λεπτά μπορεί να μοιάσουν μ’ αιωνιότητα. Για έναν πρώην πρόεδρο που κρίθηκε ένοχος για παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων σε βαθμό κακουργήματος (οι εισαγγελείς έκαναν λόγο για «απάτη εις βάρος του αμερικανικού λαού»), γι’ αυτόν τον αμερικανικό λαό, αλλά και για όλους τους άλλους λαούς της γης. Γιατί τριάντα τέσσερις φορές επαναβεβαιώθηκε αυτό που αποτυπώθηκε γραπτά πρώτη φορά πριν από 809 χρόνια, τον Ιούνιο του 1215, όταν με τη «Μάγκνα Κάρτα» (τον Μεγάλο Χάρτη των Ελευθεριών δηλαδή) η κοινωνία των ανθρώπων διακήρυξε πως «κανένας δεν είναι υπεράνω του νόμου». Ούτε βασιλιάς, ούτε πρόεδρος, ούτε κανένας άλλος. Και αυτή η επιβεβαίωση παραμένει, τελικά, πιο αναγκαία από ποτέ. Γιατί αμφισβητείται όσο ποτέ.
Για να συνεχίζει να λειτουργεί μια δημοκρατία, γράφει ο Τίμοθι Σνάιντερ («Thinking About…», 2/6/2024), χρειάζεται η συντήρηση και προστασία ενός εξοπλισμού – και ο εξοπλισμός αυτός είναι ο νόμος που ισχύει για όλους· μια δικαιοσύνη που δεν ξεχωρίζει αξιώματα. Απλές φράσεις, κοινότοπες, που όμως κουδουνίζουν σαρκαστικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου μόνο το 27%, δηλαδή λιγότεροι από 3 στους 10, εμπιστεύεται τη δικαιοσύνη και τους δικαστές («Ερευνα Εμπιστοσύνης στους Θεσμούς» της Public Issue, Μάρτιος 2024). Αλλά και στην Αμερική, με το σχεδόν 250ετές Rule of Law για το οποίο κοκορεύεται ο πρόεδρος Μπάιντεν, τίποτα δεν είναι απλό.
«Οποιοι κανόνες κι αν νόμιζαν οι Αμερικανοί ότι ισχύουν, ξαναγράφονται τώρα από τον Τραμπ», λέει ο Πίτερ Μπέικερ των «New York Times». «Η συνειδητοποίηση ότι 34 καταδίκες δεν καθιστούν αυτόματα ακατάλληλο για ανώτερο άρχοντα τον καταδικασμένο γι’ αυτές κακούργο ανατρέπει πεποιθήσεις δυόμισι αιώνων για την αμερικανική δημοκρατία». Αν ο κακούργος εκλεγεί ξανά πρόεδρος, ο βασικός εξοπλισμός της δημοκρατίας θα καταρρεύσει σαν σκόνη. Και μόνο η ηχώ εκείνης της λέξης, ειπωμένης τριάντα τέσσερις φορές, θα μείνει να μας κοροϊδεύει.