Μία συνήθης κατηγορία σε βάρος του Ισραήλ που διατυπώνεται κατά κύριο λόγο στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο είναι ότι είναι οι σταυροφόροι της εποχής μας, κάτι που οι ίδιοι οι Ισραηλινοί απορρίπτουν με αγανάκτηση.
Ωστόσο, όπως σημειώνει σε άρθρο του στο Middle East Eye, ο Ντέιβιντ Χιρστ, ο οποίος κάλυπτε τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή για την εφημερίδα Guardian επί 45 χρόνια και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για το μεσανατολικό, το Ισραήλ δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους σταυροφόρους και μάλιστα έχει γίνει σημαντικό κέντρο μελέτης τους.
Όπως σημειώνει ο Χιρστ ένας από τους μεγαλύτερους φόβους των Ισραηλινών είναι να έχουν το τέλος των ιπποτών της χριστιανοσύνης, αυτό που ο μελετητής Ντέιβιντ Οχάνα αποκαλεί «άγχος των σταυροφόρων», ή τον «κρυφό τραυματικό φόβο» ότι δηλαδή «το σιωνιστικό σχέδιο» μπορεί να «καταλήξει σε καταστροφή» εξίσου ολοκληρωτική με εκείνη των χριστιανών προκατόχων τους.
Ο συγκεκριμένος φόβος έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της ισραηλινής ψυχής – ή, τουλάχιστον, εκείνων που έχουν επίγνωση των ιστορικών παραλληλισμών του κράτους του Ισραήλ και των σταυροφόρων.
Ομοιότητες
Οι ομοιότητες σύμφωνα με τον Χιρστ τόσο για τους σταυροφόρους όσο και για το κράτος του Ισραήλ εμπίπτουν σε δύο βασικούς παράγοντες στη στρατιωτική ανδρεία και στην υποστήριξη των ξένων δυνάμεων.
«Για τους σταυροφόρους καθ’ όλη τη διάρκεια της 192χρονης παρουσίας τους στους Αγίους Τόπους, η υποστήριξη ήρθε κυρίως με τη μορφή μιας φαινομενικά ανεξάντλητης προμήθειας νέων σταυροφόρων υπό την ηγεσία των βασιλιάδων, πριγκίπων και μεγάλων βαρόνων της φεουδαρχικής Ευρώπης», αναφέρει αρχικά.
Όσο για το Ισραήλ, «προήλθε κυρίως από τη γενναιοδωρία – άφθονος οπλισμός, ετήσια βοήθεια που ανέρχεται περίπου στο ένα τρίτο της βοήθειας που δίνει η Ουάσιγκτον σε ολόκληρο τον κόσμο, υπερβολικά κομματική διπλωματία – που του συσσωρεύει η αμερικανική υπερδύναμη».
Η μείωση της υποστήριξης παρά και την απώλεια της στρατιωτικής ικανότητας, ήταν τελικά αυτό που τελικά έκανε τους σταυροφόρους να ηττηθούν και όπως εκτιμάει ο Χιρστ, «το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τους Ισραηλινούς».
Το «προπατορικό αμάρτημά»
«Αλλά σε αντίθεση με τους σταυροφόρους, είναι ακριβώς το πρώτο – η βία τους – που, όσο τίποτα άλλο, θα επιφέρει αυτή την παρακμή», διότι όπως εξηγεί ο Χιρστ, «κάθε φορά, για παράδειγμα, που ο ισραηλινός στρατός ‘κόβει το χορτάρι’ στη Γάζα, προκαλεί αποστροφή σε όλο τον κόσμο για το από τι αποτελείται αυτό το χορτάρι ως επί το πλείστον – που δεν είναι ποτέ Παλαιστίνιοι ‘τρομοκράτες’, αλλά πολίτες, άνδρες, γυναίκες και, πάνω απ’ όλα, παιδιά, θαμμένα κάτω από σπίτια που έχουν γίνει κομμάτια».
«Αναπόφευκτα, λοιπόν, οποιαδήποτε αντικειμενική ιστορία του Σιωνισμού δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από μια ιστορία, επίσης, της πολύ μεγάλης ζημιάς που – ακολουθώντας σχεδόν ακριβώς τα βήματα των σταυροφόρων – επρόκειτο να συμβεί, όχι μόνο στους κατοίκους της Παλαιστίνης, αλλά και σε άλλους λαούς και κράτη της περιοχής», προσθέτει.
Ο Χιρστ σημειώνει πως «η πιο διαμορφωτική, μοιραία και κατάφωρα σταυροφορική πράξη του Ισραήλ, το ‘προπατορικό του αμάρτημά’, είναι αυτή στην οποία οφείλει την ίδια του την ύπαρξη».
«Το 1099, το χριστιανικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ δημιουργήθηκε πάνω στα συντρίμμια ενός από τα ‘μεγαλύτερα εγκλήματα της ιστορίας’, τη σφαγή ολόκληρου του μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού της ιερής πόλης», γράφει αρχικά.
«Οκτώμισι αιώνες αργότερα, το 1947-48, το Ισραήλ γεννήθηκε από ένα εξίσου μαζικό ‘έγκλημα κατά της ανθρωπότητας’ ή, τουλάχιστον, αν το άρθρο του διεθνούς δικαίου που αφορούσε αυτό το αδίκημα εφαρμοζόταν εκείνη την εποχή, κι αν κάποιος είχε τη θέληση να το επικαλεστεί, σίγουρα έτσι θα είχε κριθεί η παλαιστινιακή Νάκμπα ή καταστροφή, η εθνοκάθαρση και η εκδίωξη, με τη βία, την τρομοκρατία και πολλές θηριωδίες, αυτών των ‘μη εβραϊκών κοινοτήτων’», προσθέτει.
Συνεχείς μάχες όπως οι σταυροφόροι
«Δεν υπήρχε τέτοια βούληση, ούτε από την πλευρά των πολιτών της Δύσης ούτε από τις κυβερνήσείς τους. Και λιγότερο απ’ όλες της Ουάσινγκτον. Διότι στις ΗΠΑ το φιλοεβραϊκό/ισραηλινό συναίσθημα ήταν το υψηλότερο, εν μέσω εκτεταμένων εορτασμών για την πραγματοποίηση του «ευγενούς ονείρου» (όπως το αποκάλεσε κάποτε ο Αβραάμ Λίνκολν). Και έτσι, σαν σταυροφόρος, θα αποδεικνυόταν», υποστηρίζει ακόμα ο Χιρστ.
«Η ιπποσύνη της μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης πέρασε 192 χρόνια δίνοντας λίγο-πολύ συνεχείς μάχες με το ένα ή το άλλο βασίλειο ή σουλτανάτο της αραβομουσουλμανικής Μέσης Ανατολής – που τότε ήταν λίγο-πολύ τόσο εσωτερικά διχασμένη και κατακερματισμένη όσο και σήμερα – μέχρι που, χάνοντας την υποστήριξη της Δύσης, κατέληξαν να ριχτούν κυριολεκτικά στη θάλασσα. Οι Ισραηλινοί το κάνουν αυτό, με παρόμοιο τρόπο, εδώ και 75 χρόνια, σε αυτό που το επίσημο στρατιωτικό τους δόγμα ορίζει ως ‘πολέμους’ και ‘εκστρατείες μεταξύ πολέμων’», γράφει ακόμα.
Κατάκτηση και επέκταση
Ακόμα όπως συμπληρώνει «τόσο για τους σταυροφόρους όσο και για τους Ισραηλινούς οι πόλεμοι αυτοί ήταν σε μεγάλο βαθμό πόλεμοι περαιτέρω κατάκτησης και εδαφικής επέκτασης. Μόλις ο Βαλδουίνος Α΄ στέφθηκε πρώτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1100, άρχισε να διευρύνει το μικροσκοπικό βασίλειό του – και αυτό τελικά περιλάμβανε ολόκληρη τη σημερινή Παλαιστίνη, καθώς και κομμάτια της Συρίας, της Ιορδανίας και του Λιβάνου. Περιβλήθηκε με τρομερές συνοριακές οχυρώσεις και γεωργοστρατιωτικούς οικισμούς, προτυπώσεις των μεγάλων συνοριακών ‘τειχών’ του Ισραήλ και των αγροτικών και πολεμικών κιμπούτζιμ του».
«Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, ήταν επίσης αποφασισμένος να επεκταθεί – για να επιτευχθεί, όπως είπε κάποτε, όχι με ‘ηθικολογίες’ ή ‘κηρύγματα στο βουνό, αλλά με τα ‘πολυβόλα που θα χρειαστούμε’», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χισρτ.
Αλλά όπως εξηγεί «σε αντίθεση με τους μεσαιωνικούς προκατόχους του, που ήταν αθώοι από κάθε είδους λεπτομέρεια όπως οι κανόνες και η ηθική του πολέμου, δεν μπορούσε να εισβάλει και να κατακτήσει μια γειτονική χώρα κατά βούληση. Το δικό του, άλλωστε, ήταν ένα ‘φιλειρηνικό’ έθνος, το οποίο μόλις είχε εξασφαλίσει την πολύ αμφιλεγόμενη είσοδό του στα Ηνωμένα Έθνη με βάση μια επίσημη υπόσχεση για τον σκοπό αυτό».
«Ούτε μια τέτοια ενέργεια θα ταίριαζε στο άκρως ηθικό και δημοκρατικό κράτος, το οποίο μεγάλο μέρος αυτού του κόσμου, ιδίως οι φιλελεύθεροι και οι αριστεροί του, είχε ήδη πάρει στην καρδιά του, λόγω, μεταξύ άλλων, των ‘εμπνευσμένων’ σοσιαλιστικών ιδεωδών του και των κιμπούτζιμ στον πυρήνα τους. Ο Μπεν Γκουριόν και οι διάδοχοί του λαχταρούσαν να τους επιτεθούν άλλοι. Εν τω μεταξύ, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να περιμένουν – ή να επιδιώκουν να κατασκευάσουν – ευκαιρίες για να επιτεθούν πρώτοι σε αυτούς τους άλλους- ευκαιρίες που, κυρίως, θα τους επέτρεπαν να το κάνουν με το πρόσχημα της νόμιμης ‘αυτοάμυνας’», συμπληρώνει.
«Η τέλεια ευκαιρία»
Όπως προσθέτει: «η τέλεια ευκαιρία έφτασε τελικά τον Ιούνιο του 1967, όταν, ως απάντηση σε χλευασμούς και προκλήσεις εκ μέρους του, οι αραβικοί στρατοί άρχισαν να συγκλίνουν στο Ισραήλ εν μέσω μιας ανόητης και τρομακτικής κραυγής πολεμικής ρητορικής. Για μια στιγμή, ο κόσμος έτρεμε για λογαριασμό του Ισραήλ: επρόκειτο να γίνει ο τόπος ενός δεύτερου Ολοκαυτώματος μέσα σε 25 χρόνια από το πρώτο;
Αποκλείεται, φυσικά. Όπως είχε προβλεφθεί και είχε προετοιμαστεί από καιρό, ο εμβληματικός, μονόφθαλμος στρατηγός, ο Μοσέ Νταγιάν, και άλλοι μαθητές του δασκάλου, φρόντισαν αμέσως γι’ αυτό. Στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, τον Ιούνιο του 1967, πέτυχαν με τη μια σχεδόν πανομοιότυπους εδαφικούς και στρατηγικούς στόχους που ο βασιλιάς Βαλδουίνος χρειάστηκε 20 χρόνια για να πετύχει οκτώ αιώνες πριν – συν την κατάκτηση ολόκληρου του Σινά. Προκάλεσαν επίσης μια μίνι Νάκμπα, ένα άλλο μεγάλο κύμα Παλαιστινίων προσφύγων. Ο κόσμος δεν έκρινε το Ισραήλ ούτε γι’ αυτό. Αντιθέτως, το ανέβασε, ως το ‘αγαπημένο της Δύσης’, σε πρωτοφανή ύψη κύρους και δημοτικότητας».
Η διακυβέρνηση
Έτσι «πάλι σαν σταυροφόροι, οι Ισραηλινοί βρέθηκαν να προεδρεύουν έναν γηγενή πληθυσμό, αποτελούμενο από εκείνους που δεν είχαν σκοτώσει ή εκδιώξει, σχεδόν τόσο πολυάριθμο όσο ο δικός τους».
Ο Χιρστ υπογραμμίζει ότι «οι ιστορικοί των Σταυροφοριών σπάνια παραλείπουν να αναφέρουν τον μουσουλμάνο περιηγητή του 12ου αιώνα Ιμπν Τζουμπαΐρ και την περιγραφή του για μια μουσουλμανική κοινότητα που ‘θρηνεί την αδικία ενός ιδιοκτήτη της δικής της πίστης και επικροτεί τη συμπεριφορά του αντιπάλου και εχθρού της, του Φράγκου ιδιοκτήτη, και συνηθίζει να απολαμβάνει δικαιοσύνη από αυτόν’.
Διότι αυτός είναι ίσως η πιο αξιόπιστη σωζόμενη μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα ότι, όσο βάρβαροι και αν ήταν στη μάχη, οι σταυροφόροι ίσως δεν ήταν και τόσο κακοί στη διακυβέρνηση – ή τουλάχιστον όχι σε σχέση με τα ομολογουμένως κάθε άλλο παρά απαιτητικά ήθη της εποχής».
«Θα μπορούσε να ειπωθεί το ίδιο, ή κάτι καλύτερο, για τους Ισραηλινούς σχετικά με τη σημερινή κατάκτηση και κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Γάζας;», δειρωτάται για να απαντήσει ο ίδιος στο ερώτημά του:
«Αντικειμενικά μιλώντας, δεν θα μπορούσε – και παρόλα αυτά, σε γενικές γραμμές, έγινε. Διότι η δική τους, υποστήριζαν οι Ισραηλινοί, ήταν ‘η πιο καλοπροαίρετη κατοχή στην ιστορία’, και ένας ακόμα λατρευτός κόσμος ήταν ελάχιστα διατεθειμένος να την αμφισβητήσει».
Η βία που θέτει σε κίνδυνο
«Το να πλασάρει τη βία του έναντι των Παλαιστινίων ως ισοδύναμο του καλού έναντι του απόλυτου κακού, είχε αποφέρει στο Ισραήλ από καιρό κάποια πρόσθετη πίστωση στα μάτια ενός δυτικού κοινού. Οι Παλαιστίνιοι ‘τρομοκράτες’ ήταν απλώς ‘φανατικοί δολοφόνοι που είχαν σκοπό να σκοτώσουν Εβραίους’, ενώ ο στρατός του Ισραήλ, ο οποίος στη συνέχεια αποκάλεσε τον εαυτό του ‘τον πιο ηθικό στον κόσμο’, ξεπέρασε όλους τους άλλους σε ενδιαφέρον για τις ζωές αθώων πολιτών», υπογραμμίζει ο Χιρστ.
Αλλά κατά τη διάρκεια της εισβολής του στο Λίβανο το 1982, αυτό το ήδη ανεπανόρθωτα φθαρμένο πρόταγμα διαλύθηκε για πάντα. «Όλη στρατιωτική περιπέτεια στο Λίβανο – το Βιετνάμ του Ισραήλ, του οποίου ήταν η φρικτή κορύφωση – ήταν το πρώτο μεγάλο σημάδι που έδειχνε προς τα πού θα κινηθεί, αυτό που θα γινόταν η μακρά, αργή διαδικασία απογοήτευσης της Δύσης για το ‘όμορφο Ισραήλ’ του παρελθόντος», γράφει χαρακτηριστικά ο Χιρστ.
«Και αυτό επρόκειτο τελικά να θέσει σε κίνδυνο το Ισραήλ με τον ίδιο τρόπο που μια παρόμοια διαδικασία σε ολόκληρη τη μεσαιωνική χριστιανοσύνη είχε κάποτε θέσει σε κίνδυνο – και τελικά ακυρώσει – το χριστιανικό βασίλειο της Ιερουσαλήμ», εξηγεί.
Παπισμός και Σιωνισμός
«Ο παπισμός, το πλησιέστερο πράγμα προς την υπερδύναμη της εποχής του, είχε πρώτα κηρύξει τον ιερό πόλεμο για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από την άπιστη μουσουλμανική κυριαρχία, και στη συνέχεια, επί σχεδόν δύο αιώνες, χρηματοδοτούσε ή εμπνεύστηκε με άλλο τρόπο την εκστρατεία επί της εκστρατείας για τον σκοπό αυτό. Αν και, σε αντίθεση με τις Σταυροφορίες, ο Σιωνισμός ήταν αυτογενής στην προέλευσή του, ήταν ουσιαστικά οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, πρώτα η Βρετανία και στη συνέχεια οι ΗΠΑ, που επέτρεψαν την εμφύτευσή του στη γη των άλλων, μαζί με την επακόλουθη ανάπτυξή του, την ωριμότητά του και τη συνεχή επιβίωσή του στο εχθρικό περιβάλλον που δημιούργησαν -και οι ίδιοι-.
Δεν ήταν για ηθικούς λόγους, οργή ή τύψεις για την πολύ αντιχριστιανική συμπεριφορά των ‘στρατιωτών του Χριστού’ που ο παπισμός τελικά κουράστηκε από το όλο μεσσιανικό εγχείρημα. Φαίνεται ότι ελάχιστα, αν όχι καθόλου, ενοχλήθηκε από τη μεγάλη, εναρκτήρια θηριωδία τους, τη γενοκτονία της Ιερουσαλήμ – ή από μεταγενέστερες, μικρότερες, όπως η μαζική εκτέλεση περίπου 2.700 μουσουλμάνων αιχμαλώτων πολέμου από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Απλώς έστρεφε την προσοχή του σε νέες και πιο πιεστικές ανησυχίες πιο κοντά στην πατρίδα του», προσθέτει.
Ζώντας με το σπαθί
«Ο κόσμος του 20ού αιώνα, με τις ‘αξίες’ του 20ού αιώνα, δύσκολα θα μπορούσε, για να είμαστε ειλικρινείς, να μην προβληματιστεί από τα παρόμοια -αν και ίσως όχι τόσο άσχημα- πράγματα που έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν οι διάδοχοι των Σταυροφόρων στον 20ό αιώνα, επιδιώκοντας το πολύ παρόμοιο όνειρό τους», αναφέρει ακόμα.
Σύμφωνα με τον Χιρστ: «Οι Ισραηλινοί συγκέντρωσαν όλα αυτά υπό τον τίτλο ‘απονομιμοποίηση’. Και, γι’ αυτούς, η απονομιμοποίηση ισοδυναμούσε τελικά με μια υπαρξιακή απειλή – μια απειλή όχι λιγότερο σοβαρή, σύμφωνα με τον Νετανιάχου, από ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν ή τους πυραύλους της Χαμάς και της Χεζμπολάχ».
«Γιατί; Διότι αν το Ισραήλ ήταν ένα κράτος καταδικασμένο για πάντα να ζει με το σπαθί, όπως είπε ο Νετανιάχου, τότε δεν θα μπορούσε να διαμορφώσει, να διατηρήσει και να ασκήσει αποτελεσματικά αυτό το σπαθί χωρίς την υποστήριξη και την καλή θέληση της Ουάσιγκτον και της Δύσης, όπως δεν θα μπορούσαν να το κάνουν οι Σταυροφόροι χωρίς την υποστήριξη του παπισμού και της μεσαιωνικής χριστιανοσύνης», γράφει ακόμα.
Η στάση των ΗΠΑ
«Έτσι, οι ΗΠΑ ήταν υποχρεωμένες, βάσει νόμου, να το προμηθεύουν συνεχώς με κάθε δυνατό ‘ανώτερο στρατιωτικό μέσο’ για να ‘νικήσουν οποιαδήποτε … στρατιωτική απειλή από οποιοδήποτε μεμονωμένο κράτος ή πιθανό συνασπισμό κρατών’. Τα ίδια τα όπλα ήταν μόνο ένα πράγμα, ένα άλλο ήταν οι χρήσεις τους από το Ισραήλ, τις οποίες, όσο παράνομες κι αν ήταν οι προθέσεις ή εγκληματικές στην εκτέλεση, οι ΗΠΑ μπορούσαν πάντα να στηρίξουν ή να επιδοκιμάσουν. Έτσι, αυτόματα, ρομποτικά, έθεταν βέτο σε κάθε ψήφισμα, που ήταν δεκάδες όλα αυτά τα χρόνια, έστω και ήπια επικριτικό για το Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη, το ίδιο το όργανο στο οποίο, σχεδόν μοναδικό μεταξύ των εθνών, ουσιαστικά χρωστούσε την ίδια του τη δημιουργία – και μαζί με αυτό, φυσικά, τη ‘νομιμότητα’ που, όπως τώρα θρηνούσε, ο κόσμος προσπαθούσε να του στερήσει», γράφει ακόμα.
«Αναμφίβολα θα συνέχιζε να το κάνει, με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Γιατί κάθε φορά που ο ‘πιο ηθικός στρατός στον κόσμο’ έθαβε γυναίκες και παιδιά -μαζί, μερικές φορές, με έναν ή δύο πραγματικούς ‘τρομοκράτες’- κάτω από σπίτια στη Γάζα- κάθε φορά που ένας κορυφαίος πολιτικός ή ραβίνος έκανε κάποιο ρατσιστικό ή αιμοσταγές σχόλιο για τους Άραβες ή τους Παλαιστίνιους- κάθε φορά που θρησκευτικοί έποικοι ξεκινούσαν ένα ‘πογκρόμ’, μια εκστρατεία ξεριζώματος ελαιόδεντρων ή μια προσπάθεια να κάψουν μια ολόκληρη αραβική πόλη, προσευχόμενοι καθώς το έκαναν, η πίεση αυξανόταν.
Σταδιακά έπαιρνε τα χαρακτηριστικά μιας θεοκρατίας, με τους ραβίνους, συχνά του πιο φανατικού και αντιδραστικού είδους, να αποκτούν τέτοια επιρροή στις υποθέσεις του έθνους, ώστε, στα μάτια των ανήσυχων κοσμικών, οι οποίοι τώρα συνηθίζουν να αναφέρονται σε αυτή τη διαδικασία ως ‘Ιρανικοποίηση’ του Ισραήλ, άρχισε να μοιάζει με μια εβραϊκή εκδοχή του βασιλείου των αγιατολάχ», συμπληρώνει.
«Πολεμιστές του Θεού»
«Ήταν ένα κράτος και μια κοινωνία που κρατούνταν όμηροι από κάτι που οι ίδιοι δημιούργησαν, τους θρησκευόμενους εποίκους του, άγριες και παράξενες ενσαρκώσεις μιας σύντηξης μεταξύ του εθνικισμού του 19ου αιώνα ‘αίμα και έδαφος’, στον οποίο ήταν εμποτισμένοι οι κοσμικοί προκάτοχοί τους, και του νεόκοπου, μαχητικού ιουδαϊκού μεσσιανισμού των δικών τους, για τον οποίο θα χρειαζόταν πιθανώς ένας εμφύλιος πόλεμος για να χαλιναγωγηθεί. Και, ναι, με την εμβάθυνση της θρησκευτικότητάς του, το κράτος έμοιαζε πραγματικά όλο και περισσότερο με τους ίδιους τους σταυροφόρους, παίρνοντας το παράδειγμα τους όχι μόνο στη μέθοδο – αέναος πόλεμος – αλλά και στις φιλοδοξίες, με μια συγκεκριμένη να αποτελεί παράδειγμα της ομοιότητας περισσότερο από όλες τις άλλες», γράφει χαρακτηριστικά ο Χιρστ.
«Για εκείνους τους αρχαίους ‘πολεμιστές του Θεού’, το ύψιστο, το πιο ιερό καθήκον ήταν να σωθεί ο Πανάγιος Τάφος – ο τόπος, όπως πιστεύουν οι Χριστιανοί, της σταύρωσης, της ταφής και της ανάστασης του Ιησού – από τη ‘μόλυνση’ και τα ερείπια του Ισλάμ. Παρομοίως, για έναν άγνωστο, αλλά αυξανόμενο αριθμό Ισραηλινών διαδόχων τους – και όχι μόνο θρησκευτικών – η επιστροφή στη Σιών δεν θα ολοκληρωθεί μέχρις ότου αναγερθεί ο Τρίτος Ναός, δίπλα στην Αλ-Άκσα και τον Θόλο του Βράχου, ή στη θέση τους, σε αυτόν, τον τρίτο ιερότερο τόπο του Ισλάμ- παρομοίως πράγματι – αλλά, φυσικά, αν αυτό ποτέ συμβεί πραγματικά, επίσης αποκαλυπτικά», προσθέτει.
«Υπό το πρίσμα των σύγχρονων ‘αξιών’, οι ΗΠΑ και η Δύση θα είχαν πολύ ισχυρότερους λόγους για να το πράξουν από ό,τι είχαν κάποτε ο παπισμός και η μεσαιωνική χριστιανοσύνη για να εγκαταλείψουν τους σταυροφόρους υπό το πρίσμα των δικών τους», γράφει ακόμα και καταλήγει υποστηρίζοντας πως:
«Όσο περισσότερο το Ισραήλ ‘απονομιμοποιείται’ στα μάτια του κόσμου – και κάνει μια φοβερή δουλειά σε αυτό στη Γάζα αυτή τη στιγμή – τόσο λιγότερο απίθανο γίνεται, και μαζί με αυτό η πιθανότητα, και το εφιαλτικό σενάριο του Οχάνα, του μελετητή των σταυροφόρων, ότι η μοίρα του θα έρθει να μοιάσει με εκείνη των ίδιων των σταυροφόρων. Όχι βέβαια να οδηγηθεί στη θάλασσα, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ξεπεραστεί στρατηγικά/στρατιωτικά/διπλωματικά».