Ηταν όμορφος, γιατί ήταν θλιμμένος, σκοτεινός και ραγισμένος. Ο ροκάς με τα ξεσπάσματα φλογερού ιεροκήρυκα, ντυμένος με το μπλε μεταξωτό κοστούμι του σε στενή ίσια γραμμή ραμμένο στο Λονδίνο από τον ράφτη που εδώ και χρόνια παραμένει ο ίδιος Ο μουσικός που ξέρει να γράφει μπαλάντες μελαγχολικές προκαλώντας σε κάθε στίχο του τον θάνατο και τον έρωτα, την ηδονή και τον πόνο, ώστε στο τέλος να μην αντέχεις, μέχρι να νιώσεις ότι δεν φοβάσαι να πεθάνεις. Νικ Κέιβ είναι αυτός, συνεπής στον μύθο του σταρ, ακέραιος δημιουργός και ανεξάντλητος περφόρμερ των ελάχιστων μέσων να σου θυμίζει ότι αυτή η κατατρεγμένη «επιτελεστικότητα του σώματος» – μια καραμέλα που πιπιλάει κάθε ένας που θέλει να προσδιορίζεται σύγχρονος καλλιτέχνης – συντελείται απλά.
Οταν ρίχνει τις παρτιτούρες πλάι του, αλλάζοντας σελίδα στον ρυθμό των θρήνων του και ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του για να κλείσει το τραγούδι. Αρκεί τα δάχτυλά του να αγγίξουν τα πλήκτρα, η φωνή του να χαμηλώσει, να βαθύνει, να βγάλει λυγμούς τραγουδώντας «O children» για τα παιδιά που «σήμερα λόγω της συγκεκριμένης κατάστασης υποφέρουν», όπως είπε για την αφιέρωσή του. Και ο ακροατής του, νοείτω. Οι στίχοι του ποιητικοί, αιματοβαμμένοι, ατμοσφαιρικοί, ανατριχιαστικοί. Η άρθρωση του τραγουδοποιού καθαρή, τινάζει τις λέξεις στο κοινό που τον παρακολουθούσε μέσα στην κλειστή αμφιθεατρική αίθουσα να σφηνωθούν στα αφτιά μας, να γίνουν εικόνες παιδιών που τα μάτια τους κοιτάνε με απορία: «Γιατί το κάνεις;».
Αφήστε με όμως να σας πω αυτό, γράφει ο Κέιβ στην ιστοσελίδα του theredhandfiles.com, όπου απαντάει ο ίδιος στις ερωτήσεις και τις επιστολές που του στέλνουν οι θαυμαστές του: «Η μουσική μου είναι για όλους, ανεξάρτητα από τις πράξεις τους, καλές ή κακές ή άλλες… Κάνω μουσική με την ελπίδα ότι βελτιώνει και ότι κάνει τα πράγματα καλύτερα». Εκείνο που δεν είπε αλλά καταλάβαμε είναι ότι κάνει μουσική για να κολυμπήσουμε στα θλιμμένα του νερά και κάθε φορά να βγαίνουμε χαρούμενοι που συνέβη. «Μέχρι την επόμενη συνάντηση», υποσχέθηκε και έκλεισε το φως.