Γράφοντας για την Αμαλία (Καραμανλή) Μεγαπάνου, που το περασμένο Σάββατο συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από τον θάνατό της, να θυμηθούμε τον τίτλο ενός βιβλίου που δυστυχώς (έχουν βέβαια μεσολαβήσει είκοσι επτά χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε) έχει ξεχαστεί και ως τίτλος και βιβλίο, το «Πριν τα σβήσει ο χρόνος» του Νικηφόρου Νανέρη. Είναι γεγονός πως όσο και αν τιμούσε τη συζυγία της, ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό, για είκοσι σχεδόν χρόνια με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (στην πραγματικότητα τιμούσε τον ίδιο), δεν θέλησε ποτέ να την εξαργυρώσει γράφοντας αναμνήσεις ή απομνημονεύματα. Αν και οι προτάσεις για ένα ανάλογο εγχείρημα, για είκοσι τουλάχιστον χρόνια μετά τον χωρισμό τους (μιλάμε για τις δεκαετίες του ’70 και του ’80), υπήρξαν δελεαστικότατες. Δεν εννοούσε να παραβεί τον όρκο της σιωπής που είχε δώσει η ίδια στον εαυτό της, ακόμη και όταν της προτεινόταν να μιλήσει για τις προσωπικές της αναμνήσεις σε σχέση με πολιτικούς του μεγέθους του Σαρλ ντε Γκολ, του Αντενάουερ, του Τίτο, του Νάσερ ή του Αντρέ Μαλρό, σε διαχωρισμό με τον σύζυγό της, ακριβώς γιατί θα εμφανιζόταν να μονοπωλεί μια επαφή που δεν θα είχε υπάρξει δίχως την πρωθυπουργική ιδιότητα του Καραμανλή.
Εχοντας ζήσει από παιδί μέσα σε ένα περιβάλλον αμιγώς πολιτικό (αδελφός του πατέρα της ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και αδελφός της γιαγιάς της, της μητέρας του Κανελλόπουλου, ο Δημήτρης Γούναρης), ήξερε, ή μάλλον είχε μάθει, να αναγνωρίζει την ουσία σε πράξεις που αν και προορισμένες να παραμείνουν αφανείς, κερδίζουν όχι μόνο κατά κράτος αλλά και στα σημεία σε σχέση με πράξεις που η προβολή τους χρεώνεται ακόμα και σε μία μη επιλήψιμη σκοπιμότητα. Αυτή ακριβώς η συνείδηση της δημιουργούσε ένα πάγιο αίσθημα μελαγχολίας που, αντί να προσπαθεί να το διασκεδάσει, η καλλιέργειά του έκανε την απομόνωσή της να απηχεί μια εξαιρετικά υψηλού επιπέδου ευγένεια. Ακόμη και όταν ο συνομιλητής της τύχαινε να εκφραστεί με έναν κάθε άλλο παρά κομψό (το λιγότερο) τρόπο. Ενας μάλιστα είχε φτάσει στο σημείο να τη ρωτήσει για το τι μορφής ήταν οι σχέσεις με τον Καραμανλή και η ίδια αντί να θυμώσει ή να εξοργιστεί, έκανε πως δεν άκουσε καν την ερώτηση. Ενώ την επόμενη ημέρα τηλεφώνησε στη γυναίκα του πως η ίδια δεν είχε κανένα λόγο να αισθάνεται άβολα ή δυσάρεστα μαζί της.
Το αξιοθαύμαστο είναι πως, αν και συγγραφέας η ίδια με μια δεκάδα αφηγηματικών βιβλίων και ένα λεξικό περίπου χιλίων διακοσίων σελίδων με τίτλο «Πρόσωπα και άλλα ονόματα. Μυθολογικά – ιστορικά έως τον 1ο μ.Χ. αιώνα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας» στο ενεργητικό της, το γεγονός ότι αν και αντιμετωπιζόταν ως ιστορικό πρόσωπο, δεν είχε αισθανθεί ποτέ την Ιστορία να τη βαραίνει ώστε να θέλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο να την αποφορτωθεί. Αν τη γνώριζε έστω και ελάχιστα κανείς θα το απέδιδε σε μια εντελώς προσωπικής κοπής αξιοπρέπεια και αυστηρότητα, να είναι αναγνωρίσιμη χάρη σε πράγματα που είχε κατορθώσει μόνη της και όχι χάρη σε ένα «δάνειο» που της είχε γίνει λόγω της συζυγίας με τον Καραμανλή. Δεν υπερέβαλε στην εκτίμησή της όσον αφορά την εμπλοκή της με την Ιστορία, ενώ αντίθετα η καθημερινότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και ο τρόπος που τις διεξέρχεται κανείς βάραιναν στην κρίση της απείρως περισσότερο. Ηταν ακριβώς ο λόγος που ενώ συζητούσες μαζί της, πρόσωπα που είχε όχι απλώς γνωρίσει αλλά έντονα συναναστραφεί, όπως για παράδειγμα η Μαρία Κάλλας ή ο Λεωνίδας Κύρκος, αισθανόσουν να αποπνέουν μια μαγεία τόσο μεγαλύτερη καθώς πιστώνονταν αυτή με συμπεριφορές που η τέχνη τής μιας ή ο πολιτικός βίος του άλλου κάθε άλλο παρά τις προϋπέθεταν.