Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο αιματηρός πόλεμος που ακόμη συνεχίζεται, χωρίς ορατή προοπτική να τερματιστεί σύντομα, ήταν μία εξέλιξη που σίγουρα θα θεωρηθεί στο μέλλον γενέθλια στιγμή μιας νέας εποχής. Ωστόσο, ακόμη και τώρα η προσπάθεια να προσεγγιστεί ερμηνευτικά μοιάζει περισσότερο με μια εναλλαγή ανταγωνιστικών αποπειρών «λήψης του ζητουμένου». Η μία ερμηνεία είναι αυτή που επιλέγει η ίδια η ουκρανική ηγεσία αλλά και οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις. Ο πόλεμος είναι το αποτέλεσμα της επεκτατικής διάθεσης μιας Ρωσίας που υπό την αυταρχική (για ορισμένους και δικτατορική) ηγεσία του Πούτιν μεθοδεύει τη βάναυση αναβίωση της ρωσικής αυτοκρατορίας, μαζί με μια πολιτική υπονόμευσης της Δύσης, μέσα από την εισβολή σε ένα κυρίαρχο έθνος που ετοιμαζόταν να κάνει πράξη το όραμά του για σύνδεση με την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ.

Η άλλη κατ’ επανάληψη εκφράστηκε από τη ρωσική πλευρά. Η Ουκρανία δεν μπορεί να θεωρηθεί έθνος πέρα από τον ιστορικό οργανικό δεσμό με τη Ρωσία. Η προσπάθεια εμπέδωσης μιας ουκρανικής ταυτότητας έγινε στο πλαίσιο μιας προσπάθειας επιθετικής περικύκλωσης της Ρωσίας που ενορχηστρώνει η «Συλλογική Δύση» και αμφισβητεί τα κυριαρχικά ρωσικά δικαιώματα, ενώ η εισβολή ήταν εντέλει μια «αμυντική κίνηση».

Και οι δύο ερμηνείες αφήνουν τα περισσότερα ερωτήματα αναπάντητα. Ο ρωσικός επεκτατισμός λαμβάνεται ως δεδομένος χωρίς προσπάθεια να προσδιοριστεί ο συνασπισμός που τον εκπροσωπεί, την ώρα που οι αξιολογικές κρίσεις για τον Πούτιν υποκαθιστούν την ανάλυση των κοινωνικών δυναμικών που εκπροσωπεί. Αντίστοιχα, το σημερινό κυρίαρχο ουκρανικό αφήγημα λαμβάνεται ως δεδομένο χωρίς αναμέτρηση με τη συνθετότητα της ουκρανικής ιστορίας, ξεκινώντας από το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό η σύγχρονη Ουκρανία διαμορφώθηκε ως Σοβιετική Ουκρανία. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις στην Ουκρανία παρουσιάζονται είτε ως η μεγάλη δημοκρατική είσοδος της κοινωνίας των πολιτών είτε μια ακροδεξιά έκρηξη βίας. Η πολιτική της Δύσης παρουσιάζεται είτε ως υπεράσπιση των δημοκρατικών και φιλελεύθερων αρχών, είτε ως διαρκής επιθετικότητα του ΝΑΤΟ.

Διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων

Ολα αυτά κάνουν ιδιαίτερα καλοδεχούμενο το βιβλίο του Βολοντίμιρ Ιστσένκο «Decent into the Abyss» («Κάθοδος στην άβυσσο»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Verso. Ουκρανός, αριστερός και μαρξιστής ο Ιστσένκο επιλέγει ως αφετηρία την ανάλυση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων στο μετασοβιετικό τοπίο για να εξηγήσει τις πολιτικές εξελίξεις και τη διαμόρφωση των συλλογικών ταυτοτήτων. Και καθώς το βιβλίο του περιλαμβάνει κείμενα γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, από το 2014 έως το 2023, ο τίτλος είναι παραπάνω από ταιριαστός.

Η μεγάλη αρετή του βιβλίου του Ιστσκένκο και ταυτόχρονα πλευρά που απουσιάζει τις περισσότερες φορές από τη συζήτηση είναι ότι δεν εξετάζει τις εξελίξεις στην Ουκρανία που οδήγησαν τα πράγματα στις ένοπλες συγκρούσεις από το 2014 και μετά απλώς ως μια εθνοτική διαμάχη ανάμεσα σε ουκρανόφωνους και ρωσόφωνους, ούτε μόνο ως μια γεωπολιτική σύγκρουση, αλλά ως αντιπαράθεση ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις, πρώτα και κύρια τη σύγκρουση ανάμεσα στους «πολιτικούς καπιταλιστές», δηλαδή τους «ολιγάρχες» που κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο της οικονομίας και όσους θα ήθελαν μια πιο φιλελεύθερη και προσανατολισμένη προς τη Δύση. Μια σύγκρουση που τη διακρίνει σε όλον τον μετασοβιετικό κόσμο. Αυτό του επιτρέπει να δει κριτικά τους αλλεπάλληλους κύκλους κινητοποιήσεων με επίκεντρο την Πλατεία Μαϊντάν, αποφεύγοντας την εξιδανίκευση και επισημαίνοντας την πραγματική δράση της Ακροδεξιάς, χωρίς να καταφεύγει σε μια συλλήβδην δαιμονοποίηση.

Τα «βοναπαρτιστικά» καθεστώτα του Πούτιν στη Ρωσία και άλλων ηγετών του μετασοβιετικού κόσμου εκπροσωπούν τη σταθεροποίηση του «πολιτικού καπιταλισμού», ακριβώς γιατί στο πλαίσιό του ο έλεγχος και η πρόσβαση στο κράτος καθίσταται καθοριστική παράμετρος της συσσώρευσης για αυτές τις μερίδες των ελίτ. Η σύγκρουση με όσες μερίδες ήθελαν διαφορετική πορεία, σύγκρουση που διαπερνά το σύνολο του μετασοβιετικού κόσμου, σφράγισε την κλιμακούμενη εσωτερική αντιπαράθεση στην Ουκρανία μέχρι το 2014 και κλιμακώθηκε μετά τις βίαιες διαδηλώσεις και τις αποσχιστικές τάσεις στα ανατολικά και την Κριμαία.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκύπτει έτσι ως προσπάθεια να αποτραπεί το ενδεχόμενο μιας αποδιάρθρωσης τόσο της εσωτερικής συγκρότησης του «πολιτικού καπιταλισμού» όσο και των περιφερειακών σχέσεών του. Οι αναμφίβολες γεωπολιτικές διαστάσεις της σύγκρουσης, κατά τον Ιστσένκο δεν πρέπει να μας κάνουν να παραβλέψουμε τις εσωτερικές ταξικές δυναμικές του μετασοβιετικού κόσμου, δυναμικές που έστω και με διαφορετικό συσχετισμό, σφράγισαν τόσο την εμπειρία της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας.

Αντιρωσική «ουκρανοποίηση»

Ο Ιστσένκο είναι ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στο πώς εξελίσσονται οι «πολιτικές των ταυτοτήτων» στην Ουκρανία, καθώς παρατηρεί την απήχηση που έχει μια «ουκρανοποίηση» που παίρνει αντιρωσικό και αντικομμουνιστικό χαρακτήρα και διαγράφει την ίδια την καθοριστική σημασία της σοβιετικής εποχής για το πώς διαμορφώθηκε η σύγχρονη Ουκρανία. Μια χώρα «που έκανε το άλμα από την αγροτική περιφέρεια της Ευρώπης στην αιχμή της διαστημικής τεχνολογίας και της κυβερνητικής μέσα στο διάστημα μόλις δύο γενεών, για να δει μέσα στο διάστημα μόνο μίας γενιάς να γίνεται η πιο βόρεια χώρα του παγκόσμιου Νότου με την πιο απότομη πτώση του ΑΕΠ, μια χώρα που κάποτε πέταξε στα αστέρια και τώρα μπορεί να βομβαρδιστεί πίσω στον Μεσαίωνα».