Δεν ξέρω ποιος θυμάται τα βιντεοκλάμπ της δεκαετίας του 1980. Τότε πολλοί επένδυσαν στα χιλιάδες καταστήματα που ξεφύτρωσαν σε κάθε γειτονιά και πίστεψαν ότι, δεδομένης της ζήτησης της εποχής, έλυσαν το πρόβλημα της ζωής τους. Η εξέλιξη είναι γνωστή. Η τεχνολογία άλλαξε και τα βιντεοκλάμπ ξεπεράστηκαν. Το συγκεκριμένο παράδειγμα χρησιμοποίησε ο επιχειρηματίας Ευάγγελος Μυτιληναίος για να περιγράψει τι γίνεται αυτή την εποχή με τις επενδύσεις των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Είναι σαφές ότι η χώρα πέτυχε ένα μικρό θαύμα. Πήγαμε απίστευτα γρήγορα εκεί που πιστεύαμε ότι θα δημιουργηθεί η ιδανική συνθήκη για το ενεργειακό μας μέλλον. Επενδύθηκαν σε φωτοβολταϊκά και αιολικά πολλά και από πολλούς, οι οποίοι, όπως στην περίπτωση των επενδυτών των βιντεοκλάμπ, πίστεψαν ότι έλυσαν το οικονομικό πρόβλημα της ζωής τους. Τώρα κάποιος πρέπει να τους πει ότι τελικά δεν το έλυσαν και μόνο λίγοι, «μεγάλοι» και καθετοποιημένοι, θα αντέξουν.

Το γεγονός ότι σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα πολλοί μικροί επενδυτές ήταν ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς οδήγησαν σε αυτό που στην οικονομία κανείς δεν το θέλει, η προσφορά να καλύπτει κατά πολύ τη ζήτηση. Ετσι υπήρξαν δύο άμεσες συνέπειες. Η μια ήταν η κατάρρευση των τιμών για την ενέργεια που παράγεται από τις ΑΠΕ, σε ποσοστό έως 90%, τη στιγμή που για λόγους εξισορρόπησης της αγοράς τις ώρες που δεν υπήρχε ήλιος ή δεν φυσούσε έμπαιναν υποχρεωτικά στο μείγμα οι πολύ ακριβότερες μονάδες φυσικού αερίου, αυξάνοντας τις τιμές για τους καταναλωτές. Η δεύτερη ήταν το μηδενικό έσοδο για τους παραγωγούς για κάποιες ώρες της ημέρας, καθώς επειδή δεν αντέχει το δίκτυο οι διαχειριστές τούς κόβουν τη σύνδεση. Πλέον όλοι φοβούνται δύο συνακόλουθες συνέπειες, ότι χιλιάδες επενδύσεις ΑΠΕ θα απειληθεί η βιωσιμότητά τους και ότι μοιραία θα κάνουμε βήματα πίσω, με νέα επιβάρυνση των καταναλωτών.

Υπήρξαν και άλλα προβλήματα. Τα δίκτυα κλήθηκαν να διαχειριστούν έναν όγκο ενέργειας που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και ως γνωστόν και την ανάπτυξη των δικτύων την επιβαρύνεται στο τέλος ο καταναλωτής. Επίσης επειδή θέλαμε να κάνουμε αυτή τη μετάβαση γρήγορα, την επιδοτήσαμε και ως γνωστόν οι επιδοτήσεις κάποια στιγμή αποσύρονται και τότε θα πρέπει τα νούμερα να βγαίνουν. Δηλαδή οι επενδύσεις να είναι κερδοφόρες χωρίς την επιδότηση.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Απασχολεί όλη την Ευρώπη, που ψάχνει τρόπο να προσαρμοστεί με τις συνεχείς αλλαγές στις τεχνολογίες της ενέργειας. Το ίδιο και χειρότερο με την Ελλάδα αντιμετωπίζουν για παράδειγμα η Ισπανία και η Πορτογαλία. Οι λύσεις για όλους είναι πολύ συγκεκριμένες. Τα έργα αποθήκευσης αποτελούν τη βασική. Η κυβέρνηση χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να φέρει ένα πλαίσιο αποθήκευσης ενέργειας και όταν το έκανε επέτρεψε την ανάπτυξη μόνο επιδοτούμενων συστημάτων αποθήκευσης. Πλέον η αγορά ζητεί να ανοίξει αυτή η αγορά και στα μη επιδοτούμενα ή πιο σωστά μόνο στα μη επιδοτούμενα. Το καλό είναι ότι υπάρχει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον. Αυτό είναι το πρώτο βήμα, το οποίο θα συνοδευτεί από πολλούς κραδασμούς. Το δεύτερο, το πιο μεγάλο, είναι τώρα που περιορίστηκε η ενεργειακή κρίση να αποσυρθούν γενικώς οι επιδοτήσεις από την ενέργεια.