Μια από τις προσωπικότητες που πρωταγωνιστούν σε αυτές τις ευρωεκλογές και πάνω της είναι στραμμένα όλα τα μάτια είναι η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος των Αδελφών της Ιταλίας. Εάν τα ποσοστά του κόμματός της είναι υψηλά, αναρωτιέται ο Τόνι Μπάρμπερ στους «Financial Times», η επιρροή της Μελόνι θα αυξηθεί και στις μετεκλογικές πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση;

Ο δημοσιογράφος θυμάται πως όταν εργαζόταν στη Ρώμη και τις Βρυξέλλες τού έκανε εντύπωση το ότι η Ιταλία φαινόταν να βρίσκεται πάντα υπό το βάρος της ΕΕ. Υπήρχαν αρκετές εξηγήσεις. Ο ένας ήταν ο παραδοσιακός ηγετικός ρόλος της Γαλλίας και της Γερμανίας. Ενας άλλος ήταν η δυσπιστία την οποία πολλές κυβερνήσεις και θεσμικά όργανα της ΕΕ διατηρούσαν απέναντι στον επί χρόνια πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αλλά και αργότερα σε ηγέτες της Ιταλίας όπως ο Ματέο Ρέντσι και ο Τζουζέπε Κόντε, οι οποίοι υποσχέθηκαν περισσότερα από όσα τελικά έκαναν. Ενας τρίτος, βαθιά ριζωμένος παράγοντας ήταν η μακρά οικονομική παρακμή της Ιταλίας, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτό ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990, αντικατοπτρίστηκε στο υψηλό δημόσιο χρέος και στη σχεδόν μόνιμα χαμηλή αύξηση του ΑΕΠ και σήμαινε ότι η Ιταλία – μετά τη δημιουργία του ευρώ το 1999 – έτεινε να θεωρείται  μόνιμη πηγή αποσταθεροποίησης για την ευρωζώνη.

Πώς πήγε η οικονομία;

Η σχετική οικονομική αδυναμία της Ιταλίας συνεχίζεται μέχρι σήμερα υπό την κυβέρνηση της Μελόνι. Παρότι τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία έχουν αναμφίβολα τα δικά τους προβλήματα, η Ιταλία παραμένει ανίκανη να μιλήσει στην ΕΕ από μια θέση οικονομικής ισχύος. Πώς πήγε λοιπόν η οικονομία της Ιταλίας από τότε που η Μελόνι ανήλθε στην εξουσία επικεφαλής ενός τρικομματικού δεξιού συνασπισμού μετά τη νίκη στις κοινοβουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2022; Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για τη χώρα, η οικονομία έχει ανακάμψει σημαντικά από την περίοδο πανδημίας και τα πρόσφατα σοκ στις τιμές της ενέργειας και το ΑΕΠ ξεπέρασε το επίπεδο πριν από την COVID κατά 4,5% – υψηλότερη απόδοση από ό,τι σε άλλες μεγάλες χώρες της ευρωζώνης. Ωστόσο, η ανάλυση από τον οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Scope Ratings υπογραμμίζει τα υποκείμενα τρωτά σημεία της Ιταλίας. Εκτιμά ότι η Ιταλία θα ξεπεράσει την Ελλάδα μέχρι το 2028 ως η οικονομία της ΕΕ με το υψηλότερο δημόσιο χρέος – 143,7% του ΑΕΠ, από 137,3% το 2023 – και ότι τα επίπεδα φτώχειας αυξάνονται. Ισως το πιο ανησυχητικό ζήτημα από όλα είναι ότι η κυβέρνηση της Μελόνι έχει δείξει μικρή προθυμία να εισαγάγει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και της παραγωγικότητας της Ιταλίας μακροπρόθεσμα.

Στην κορυφή των δημοσκοπήσεων

Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, το κόμμα της Μελόνι παραμένει στην κορυφή των δημοσκοπήσεων από τις εκλογές του 2022 και η δημοφιλία της πρωθυπουργού είναι μεγάλη. Ποιο είναι το μυστικό της; Σύμφωνα με τον Λούτσι Μπερνέτ της εφημερίδας «Neue Zürcher Zeitung», η Μελόνι πέτυχε αυτό που δεν κατάφεραν μέχρι στιγμής οι δεξιοί πολιτικοί στις περισσότερες άλλες χώρες, αλλά που ήταν πάντα ο πραγματικός τους στόχος: να εδραιωθούν στην καρδιά της εξουσίας, να σχηματίσουν μια σταθερή κυβέρνηση και να περάσουν με επιτυχία μέσα από τους θεσμούς. Με άλλα λόγια, η 47χρονη Μελόνι εμφανίζεται ως ρεαλίστρια, ένας αξιόπιστος σύμμαχος για τους δημοκρατικούς εταίρους της Ιταλίας στη διεθνή σκηνή, και δεν απειλεί στο εσωτερικό τις ελίτ και τα επιχειρηματικά συμφέροντα που ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό και μεγάλα τμήματα της οικονομίας.

Η Μελόνι δεν κρύβει τις φιλοδοξίες της για το κόμμα της και την ακροδεξιά πανευρωπαϊκή ομάδα της οποίας αποτελεί μέρος, μετά τις εκλογές της Κυριακής. Θα ήθελε να ανατρέψει τη μακροχρόνια κυριαρχία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και της κεντροαριστερής ομάδας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών. Πρόσφατα τη χαρακτήρισε μια «αφύσικη πλειοψηφία» και είπε ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από έναν ευρύ συνασπισμό της Δεξιάς, συμπεριλαμβανομένου του κόμματός της, που αποκλείει την Αριστερά από την εξουσία. Μετά τις εκλογές θα προσπαθήσει να επηρεάσει την πορεία του Ευρωκοινοβουλίου και της ΕΕ.