O μεγαλύτερος φόβος για κάποια σημαντικά κέντρα στη Δύση δεν είναι τόσο ότι κερδίζει στρατιωτικά η Μόσχα στην Ουκρανία, ούτε ακόμα ένα υποθετικό ρωσικό πυρηνικό χτύπημα, αλλά η ίδια η… Ουάσιγκτον.

Η αποστολή πυραυλικών συστημάτων στην Ουκρανία, αλλά και η αδειοδότηση περιορισμένης, έστω, χρήσης τους σε ρωσικά εδάφη, δεν αναμένεται να οδηγήσουν σε κλιμάκωση με τη Ρωσία, σύμφωνα με Αμερικανούς εμπειρογνώμονες.

Η Ρωσία, εξάλλου, κερδίζει τον πόλεμο αυτή τη στιγμή, επομένως είναι απίθανο ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν να ρισκάρει να προκαλέσει ανοιχτή σύγκρουση με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Η Μόσχα μπορεί να απαντήσει στη Δύση ασύμμετρα ή έμμεσα, αλλά όχι με πυραυλικό χτύπημα σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.

Το πραγματικό πρόβλημα εδράζεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν στρατηγική, σύμφωνα με τους Σάμιουελ Σαράπ πρ. του τμήματος της RAND για την Πολιτική Ρωσίας και Ευρασίας και Τζέρμι Σαπίρο, διευθυντή έρευνας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.

Υπενθυμίζεται ότι η επιπρόσθετη αμερικανική βοήθεια στην Ουκρανία και κλιμάκωση με ουκρανικά χτυπήματα εντός της Ρωσίας, δικαιολογήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος δήλωσε ότι «θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε, το οποίο είναι, όπως χρειάζεται, τροποποίηση και προσαρμογή».

«Αν ο πόνος [του εχθρού μας] ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση μας και η ικανοποίησή μας το μεγαλύτερο βάσανό του, θα συνεχίζαμε απλώς να πληγώνουμε ο ένας τον άλλον».

Δεν θα μπορούσαν διαφωνούν όμως περισσότερο με αυτή την προσέγγιση οι εμπειρογνώμονες των κορυφαίων δεξαμενών σκέψης, αναφέροντας ως προβληματικό το γεγονός ότι «η Ουάσιγκτον έκανε και πάλι μια σημαντική αλλαγή πολιτικής αντιδραστικά» δηλαδή ως «ως απάντηση στις στρατιωτικές κινήσεις της Ρωσίας και όχι ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τον τερματισμό του πολέμου».

Οι Σαράπ και Σαπίρο αναφέρουν ότι «η τροποποίηση και η προσαρμογή δεν συνιστούν στρατηγική και η αντιδραστική κλιμάκωση χωρίς στρατηγική δεν είναι σωστή πολιτική» αναφέρουν.

«Η κλιμάκωση της εμπλοκής των ΗΠΑ σε αυτή τη σύγκρουση -ή οποιαδήποτε σύγκρουση- θα πρέπει να καθοδηγείται από μια ιδέα για το πώς να τερματιστεί ο πόλεμος. Σε αυτή την περίπτωση, αυτό θα απαιτούσε να αποδειχθεί ότι τα ουκρανικά πλήγματα εντός της Ρωσίας χρησιμοποιώντας συστήματα των ΗΠΑ αποτελούν μέρος μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για τον τερματισμό του πολέμου με όρους ευνοϊκούς για την Ουκρανία και τις ΗΠΑ» προσθέτουν.

O υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονη Μπλίνκεν ακολουθεί μια αμφιλεγόμενη πολιτική στην ουκρανική υπόθεση (Peter David Josek/Pool via REUTERS)

Εξηγούν ότι μέτρα, όπως η αποστολή οπλικών συστημάτων, θα έπρεπε να αποσκοπούν ως μοχλός πίεσης σε διαπραγματεύσεις. «Επιβάλλετε στρατιωτικό κόστος στον αντίπαλό σας με στόχο να τον κάνετε αυτό που θέλετε, όχι απλώς για να αντιμετωπίσετε τον τελευταίο ελιγμό του».

Οι Σαράπ και Σαπίρο όμως, δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους καθώς η Ουκρανία και η Δύση δεν έχουν δείξει σημάδια ότι είναι έτοιμες να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, προσθέτοντας έτσι, πως η επιβολή κόστους χωρίς διαδικασία διαπραγμάτευσης καθιστά αναπόφευκτη την περαιτέρω κλιμάκωση.

Όπως σημείωσε ο Τόμας Σέλινγκ, ο γκουρού του στρατιωτικού εξαναγκασμού, «Αν ο πόνος [του εχθρού μας] ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση μας και η ικανοποίησή μας το μεγαλύτερο βάσανό του, θα συνεχίζαμε απλώς να πληγώνουμε και να απογοητεύουμε ο ένας τον άλλον».

Θεωρούν ότι αυτή αυτή η σπειροειδής δυναμική -της αδυσώπητης ρωσικής επιθετικότητας και της ολοένα αυξανόμενης δυτικής στρατιωτικής υποστήριξης στην Ουκρανία για να αντιμετωπιστεί η ρωσική ορμή- έχει αυξηθεί για σχεδόν δυόμισι χρόνια. Χωρίς μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, μπορεί να συνεχιστεί για τα επόμενα χρόνια.

Έτσι οι Σαράπ και Σαπίρο ανησυχούν ότι κάποια μέρα, κάποια πλευρά μπορεί τελικά να σκοντάψει σε μια πραγματική «κόκκινη γραμμή», που θα μπορούσε να οδηγήσει ακριβώς στη μεγάλη κλιμάκωση που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να αποφύγει.

«Στο μεταξύ, η Ουκρανία θα συνεχίσει να υποφέρει και το κόστος του πολέμου στη Δύση θα συνεχίσει να αυξάνεται. Πρέπει να υπάρχει καλύτερος τρόπος διαχείρισης της πιο σημαντικής στρατιωτικής σύγκρουσης» καταλήγουν τα κορυφαία στελέχη της RAND και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων αντίστοιχα.