Πίσω από τις γραμμές των όσων πολύ προσεκτικά διατύπωσε πρόσφατα ο τούρκος υπουργός Παιδείας Γιουσούφ Τεκίν για το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, προσπαθεί να διαβάσει η ελληνική πλευρά αναζητώντας το πραγματικό μήνυμα των δηλώσεων του τούρκου αξιωματούχου καθώς και τους πιθανούς αποδέκτες του. Για το γεγονός της επίσκεψης του Τεκίν στη Σχολή της Χάλκης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αυτό που ενημέρωσε μέσω μιας λιτής ανακοίνωσης στην οποία ανέφερε ότι «ο υπουργός Παιδείας ενημερώθηκε για τα υπό εξέλιξη έργα ανακαινίσεως του κτιριακού συγκροτήματος της Σχολής». Επισήμως, από την Αθήνα δεν υπήρξε κάποια αντίδραση στα λεγόμενα του Γιουσούφ Τεκίν, ο οποίος ξεκαθάρισε εμφατικά ότι πραγματοποίησε την εν λόγω επίσκεψη κατ’ εντολήν Ερντογάν. Στο παρασκήνιο, όμως, οι δηλώσεις του τούρκου υπουργού έχουν μπει στο μικροσκόπιο και τα πρώτα ευρήματα ως προς τις πιθανές προθέσεις τόσο του ιδίου όσο και της κυβέρνησης της Αγκυρας, εν γένει, έχουν ήδη προκύψει.
Μήνυμα προς τις ΗΠΑ
Αυτό που σίγουρα διαπιστώνεται σε ένα πρώτο επίπεδο είναι πως ο Τεκίν δεν ενέταξε σκοπίμως τις δηλώσεις του – για εξέταση δυνατότητας επαναλειτουργίας της Σχολής της Χάλκης – σε ένα κάδρο ελληνοτουρκικό. Οπως εξηγούν αναλυτές, αυτό συνέβη διότι αποδέκτης του συγκεκριμένου μηνύματος ήθελε να είναι, αρχικά, η εσωτερική κοινή γνώμη, με στόχο να διαμορφωθεί το κατάλληλο κλίμα υποδοχής μιας τέτοιας μελλοντικής απόφασης, αλλά και το πιο ακραίο ακροατήριο στο εσωτερικό της χώρας για το οποίο επιδιώκεται ένα «τεστάρισμα» ως προς τις πιθανές αντιδράσεις του. Δευτερευόντως, βέβαια, αυτό που επισημαίνεται είναι πως μια τέτοια κίνηση, η οποία προς το παρόν έχει μόνο υπόσταση λεκτική, απευθύνεται προς τις ΗΠΑ (που έχουν ασκήσει μεγαλύτερες πιέσεις στην Τουρκία και από αυτές που έχει ασκήσει η Ελλάδα σχετικά με την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης) αλλά και προς δυνάμεις ανά τον κόσμο με έντονο το χριστιανικό στοιχείο, όπως είναι η Ρωσία.
Στην ουσία, με τις δηλώσεις του ο Τεκίν λέγεται πως επιδιώκει να δείξει πως η Αγκυρα είναι διατεθειμένη να κάνει από την πλευρά της μια κίνηση καλής θέλησης που δεν έχει καμία σχέση, όμως, με την Ελλάδα, ώστε να μη φανεί στο εσωτερικό του ως παραχώρηση προς την Αθήνα. Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος που το παρουσιάζει προς τα έξω είναι σαν να εκπέμπει το μήνυμα ότι η χώρα του είναι διατεθειμένη να προβεί σε κάποια παραχώρηση, ενώ στην ουσία, όπως επισημαίνουν αναλυτές, δεν πρόκειται για καμία παραχώρηση αλλά για τήρηση υποχρεώσεων.
«Είναι τα κλασικά οθωμανικά παζάρια», σχολιάζει στα «ΝΕΑ» ακαδημαϊκός αναλυτής, υπογραμμίζοντας ότι προς το παρόν, ως προς το θέμα της Χάλκης, έχουμε από πλευράς Τουρκίας «μόνο λόγια» και ότι «το ζητούμενο είναι να δούμε πράξεις». Ακόμα ένα σημείο που δεν πέρασε απαρατήρητο από τις δηλώσεις Τεκίν είναι ότι ο ίδιος κάνει εξαιρετικά σαφές πως η τελική απόφαση ανήκει στον τούρκο πρόεδρο και στον υπουργό Εξωτερικών, στρέφοντας με αυτόν τον τρόπο την τουρκική κοινή γνώμη να αναλογιστεί ποια είναι η διάσταση της εικόνας της χώρας προς τα «έξω», σε ένα νέο περιβάλλον, όπου είναι σημαντικό, όπως ο ίδιος ο Τεκίν ανέφερε ρητά, «το δημοκρατικό υπόβαθρο» της Τουρκίας, «η εφαρμογή της κοσμικότητας» καθώς και «οι διαφορετικές πολιτικές διαστάσεις που έχει το ζήτημα στον χριστιανικό κόσμο, ιδιαίτερα μετά τη διαδικασία της Περεστρόικα, της Γκλάσνοστ».
Από το εσωτερικό της γείτονος χώρας, η πρώτη αντίδραση ήρθε μέσω της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας «Τζουμχουριέτ» που σε δημοσίευμά της υποστήριξε ότι «η λειτουργία της Σχολής είναι αντίθετη με τη Συνθήκη της Λωζάννης», φιλοξενώντας και άποψη τούρκου καθηγητή Ιστορίας, σύμφωνα με τον οποίο «πρόκειται για μέρος της σύγκρουσης ΗΠΑ – Ρωσίας», με την Τουρκία να μην έχει «τίποτα να κερδίσει από αυτό».