Πώς οδηγηθήκατε σε αυτόν τον χώρο που είμαστε τώρα;

Αναγκαστήκαμε να φύγουμε το 2017 από τον προηγούμενο χώρο γιατί έγινε Airbnb. Ο χώρος έχει υποστεί πάρα πολλές αλλαγές. Υπήρχε ένα black box όπου έκανα μαθήματα υποκριτικής, κινηματογραφικό στούντιο, αίθουσα για τις πρόβες μας. Το 2023 ήταν μια πάρα πολύ παραγωγική χρονιά, με την bijoux de kant, είχα πολλές παραστάσεις και έτρεχα από χώρο σε χώρο. Αισθάνθηκα την ανάγκη να έχω μια μικρή «φωλιά», μια έδρα όπου θα μπορώ να ορίζω εγώ τη συνθήκη και της πρόβας και της δημιουργικής διαδικασίας. Ετσι φτιάξαμε αυτόν τον χώρο εδώ στην Πολυκλείτου, για να φιλοξενήσει την παράσταση που επρόκειτο να ανέβει («Μάθε με να φεύγω», σε κείμενο του Ακη Δήμου). Νιώθω ότι θα μπορέσει να φιλοξενήσει και άλλες παραστάσεις εκτός από το «Μάθε με να φεύγω», που θα συνεχίσει γιατί πήγε καλά. Αυτό μάς δίνει μια προοπτική ότι έχει νόημα να συνεχίσουμε. Θα είμαστε και στα Δημήτρια τον Οκτώβριο. Τα άλλα δεν μπορώ να τα ανακοινώσω διότι αφορούν μεγάλους οργανισμούς.

Ωστόσο στις 15 Ιουνίου θα παρουσιάσετε ξανά στο Φεστιβάλ το «Drag ορατόριο» – μια περσινή παράσταση. Δεν είναι σύνηθες φαινόμενο οι επαναλήψεις.

Ναι, αλήθεια είναι, και χαίρομαι για αυτό. Είναι μια μουσική παράσταση πάνω σε τραγούδια του Γιάννη Κωνσταντινίδη. Είχε φτιάξει έναν κύκλο τραγουδιών πάνω στα δημοτικά κομμάτια τα οποία τα μετακίνησε, τους άλλαξε τη φόρμα – τα έκανε κάτι σαν γερμανικό lied. Αυτή η συνεχής μετατόπιση που προκαλούσε ο ίδιος ο Κωνσταντινίδης στη ζωή του με ενέπνευσε. Στη Γερμανία ήταν «Κονσταντόρες», με το πραγματικό του όνομα, Γιάννης Κωνσταντινίδης, έγραφε συμφωνική μουσική και με το «Κώστας Γιαννίδης» συνέθετε για ελαφρά τραγούδια – για τη Δανάη, τη Βέμπο και άλλους καλλιτέχνες της εποχής. Αυτό μού έδωσε την ιδέα του «Drag»: η μετακίνηση, η μεταφορά, η μεταμόρφωση. Αρχισα να ανιχνεύω μέσα σε αυτή την παράδοση όπου έχει περάσει όλη η πατριαρχική δομή ενός συγκεκριμένου αφηγήματος και πώς σήμερα δικαιώνονται πολλά πράγματα.

Από την παράσταση «Μάθε με να φεύγω» της ομάδας Bijoux de kant

Πώς συνδέεται η μεταμόρφωση, η μετακίνηση με τη ζωή σας; Από πού εκκινεί αυτή η ανάγκη σας;

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τη ζωή μου ως ατόμου και ως καλλιτέχνη. Διατηρώ την παλιά ρομαντική άποψη που λέει ότι ο καλλιτέχνης είναι το βίωμά του. Αυτό που λέω συνέχεια είναι ότι έχω ανάγκη στη ζωή μου και στη δουλειά μου να υπάρχει φως. Φυσικά αναδύεται και το σκοτάδι που τροφοδοτεί μέρος της δημιουργίας μας. Δεν αντέχω και αυτή τη νέα ατζέντα του δικαιωματισμού, η οποία δημιουργεί έναν νέο συντηρητισμό. Στην Αμερική τώρα πια μέσα στις πρόβες υπάρχει άνθρωπος που παρακολουθεί το πρωτόκολλο συμπεριφοράς του σκηνοθέτη, του ηθοποιού κ.λπ. Αν π.χ. ο σκηνοθέτης κοιτάξει πάνω από 30 δευτερόλεπτα έναν ηθοποιό στα μάτια, αυτό θεωρείται σεξουαλική παρενόχληση. Βεβαίως δεν ξεχνάμε ότι εκείνοι που σε αυτή τη δουλειά  ταλαιπωρήθηκαν, βίωσαν αποκλεισμό για πάρα πολλά χρόνια.

Εσείς βιώσατε αποκλεισμό;

Ναι, βίωσα. Και νομίζω ότι επειδή ερχόμαστε κάπως στην έννοια του queer πρέπει να πούμε ότι δημιουργείται μέσα από ένα τραύμα, μια απώλεια. Εχω προσωπεία τα οποία θέλω να είναι ανοιχτά – οι προσλήψεις και οι προσλαμβάνουσες ως προς την ταυτότητά μου είναι πολύ ανοιχτές. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ορίζεται κάτι μονοδιάστατα. Το θέμα είναι να βγούμε έξω από την ταυτότητά μας. Να οριστούμε και με άλλα πράγματα.

Αυτή είναι η μάχη της ζωής μας.

Ετσι είναι, και αρχίζει από τη στιγμή που τα πράγματα μυθολογούνται και γίνονται πολιτισμός. Είχα κάνει και ένα έργο του Δημήτρη Δημητριάδη πάνω σε αυτό το θέμα: «Πολιτισμός, μια κοσμική τραγωδία». Διάβαζε τον μύθο της Μήδειας αλλά ξεκινούσε με κάτι εξαιρετικό. Στην πρώτη σκηνή έβγαινε ο Αιγέας και έλεγε στη Μήδεια: «Εχω να σου πω νέα. Πήγα στο Μαντείο των Δελφών και δεν υπάρχει θεός». Κατέρρευσε όλος ο μηχανισμός της Μήδειας. Σκόνη και θρύψαλα – Κορκολής. Από εκείνη τη στιγμή είχε να παλέψει με μια ταυτότητα που της είχε δοθεί, που ήταν πλαστή. Και εμείς με πλαστές ταυτότητες προχωράμε. Με βεβαιότητες που στην ουσία δεν είναι και τόσο ισχυρές.

Εύθραυστες που γεννιούνται από τα τραύματά μας.

Απολύτως!

Θέλω να μου μιλήσετε για το δικό σας τραύμα.

Νομίζω ότι δεν είναι ένα αλλά μια σειρά. Κατ’ αρχάς όταν συνειδητοποιείς τη φθαρτότητα της ύπαρξης. Αυτό το αιώνιο ερώτημα. Εγώ πέρασα και την περιπέτεια του καρκίνου που σημαίνει ότι ήρθα πολύ κοντά με το τέλος. Δεν ξέρω πόσο κλισέ ακούγεται αυτό. Δεν αλλάζεις ως άνθρωπος αλλά σίγουρα επαναπροσδιορίζεις τη σχέση σου με πολύ απλά πράγματα. Από το πώς θα πέσει το πρώτο νερό στο πρόσωπό σου το πρωί, πώς θα δεις ένα βλέμμα, πώς θα επιδιώξεις να δεις ένα βλέμμα. Και όλα ξέρεις ότι είναι μετρημένα.

Τι άλλαξε από τη στιγμή που νοσήσατε;

Μου βγήκε πολύ έντονη η επιθυμία να δουλεύω με πιο πολύ πάθος. Η απειλή του θανάτου μού έδωσε πάθος τεράστιο για τη ζωή. Νιώθω έφηβος, σαν να ξεκινάω τώρα. Λέω μέσα μου: «Ποπό, πόσα έχω να ζήσω!».

Είναι μια ισχυρή μετακίνηση που έχει προβάδισμα και έναντι του περάσματός σας από τα εικαστικά στο θέατρο;

Σίγουρα, αφού τότε δεν ένιωσα ότι έκανα και καμιά ισχυρή μετακίνηση. Σχηματική ήταν. Αντί να ζωγραφίζω δάση και νεκροταφεία, έκανα μια παράσταση όπου πάλι την ίδια ιστορία έλεγα, απλώς με διαφορετικά εργαλεία.

Γιατί όμως θέλατε να φύγετε από τον κόσμο των εικαστικών;

Διότι μου φέρθηκε πιο στοργικά το θέατρο. Ενιωσα ματαίωση στα εικαστικά. Ηταν τότε η αρχή της κρίσης το 2010, όπου τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Το θέατρο σε τέτοιες συνθήκες ανθεί διότι δεν απαιτούνται χρήματα. Τα εικαστικά είχαν άλλους όρους. Στην κρίση δεν μπορεί να υπάρχει τέτοια παραγωγή, αφού η αγορά υφίσταται κάμψη.

Με την πρώτη παράστασή σας πήρατε το βραβείο Κουν.

Και το ένα έφερε το άλλο. Αλλά δεν νιώθω ότι κάνω κάτι διαφορετικό επειδή δεν ζωγραφίζω πια. Το κάνω με άλλον τρόπο.

Ολα γύρω από την τέχνη όμως. Η οικογένειά σας έπαιξε ρόλο σε αυτό;

Καθόλου. Είχα μάλιστα πολύ δύσκολα μαθησιακά χρόνια. Δεν έχω πάρει κανένα δίπλωμα παρά μόνο οδήγησης. Αφησα το σχολείο στην Α’ Λυκείου, πέρασα με τον θεσμό του εξαιρετικού ταλέντου στη σχολή υποκριτικής, έπειτα στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία και αυτή εγκατέλειψα. Οπως λέει η φίλη μου η Γλυκερία Μπασδέκη, είμαι των ενάρξεων και όχι των λήξεων.

Σας απασχολούν «οι επιστροφές»; – είναι και το θέμα του έργου σας.

Είναι δύσκολο θέμα. Υπάρχει μια ερώτηση στο έργο δυσβάσταχτη: «Γιατί γύρισες;». Ξέρεις όμως, δεν είχα καλή μαθησιακή σχέση αλλά δεν είχα και καλή γονεϊκή σχέση, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων.

Γιατί;

Είναι μια περίοδος της ζωής μου που δεν την «επισκέπτομαι». Αυτό μπορώ να σου πω. Εχω κόψει τους δεσμούς μου. Ηταν πληγωτικά τα παιδικά μου χρόνια.

Τι σας πλήγωσε;

Ενιωσα απόρριψη. Ενιωθα διαφορετικός γιατί ζωγράφιζα, άκουγα όπερα κ.λπ. Οταν ένα παιδί νιώθει έτσι και δεν μπορεί να ενταχθεί κάπου, είναι από μόνο του πληγωτικό. Σε απομακρύνει. Δεν δήλωνα κάποια έντονη αντίθεση.

Η οικογένειά μου δεν τα κατανοούσε αυτά που έκανα. Είχα πιο εσωτερικές διαδρομές και διλήμματα που έπρεπε να αντιμετωπίσω. Δεν εκδηλωνόταν με μια αντιπαράθεση, με μια πολεμική. Ετσι κυλούσαν τα πράγματα. Οι γονείς μου δεν ήταν κακοποιητικοί, απλώς έκαναν ό,τι μπορούσαν.

Τι προκάλεσε την οριστική διάρρηξη μιας εμβληματικής σχέσης όπως είναι αυτή με τους γονείς μας;

Θα πω πως όταν διέρρηξα αυτή τη σχέση ένιωσα πιο ελεύθερος. Εχω να τους δω από κοντά σχεδόν 30 χρόνια. Δεν με έσωσε από μόνο του αυτό. Νομίζω ότι η τέχνη το έκανε, γιατί μου έδωσε μια προοπτική, μια ελπίδα, έναν στόχο. Με έκανε να νιώσω ότι αξίζει τον κόπο αυτή η ζωή. Το ένιωσα πιο έντονα όταν έγινα πατέρας, και μάλιστα σε νεαρή ηλικία. Ημουν 27 ετών.

Είστε γονιός. Πώς μιλήσατε στα παιδιά σας για τη δική σας σχέση με τη μητέρα σας και τον πατέρα σας; Μου είπατε ότι έχετε να τους δείτε 30 χρόνια.

Οτι ήταν μια σχέση που δεν οδηγούσε κάπου. Επρεπε να τελειώσει. Και αυτό δεν μου δημιούργησε κανένα βάρος. Δεν με πληγώνει πια. Αυτές οι σχέσεις ξέρω ότι πάντα θα αιμορραγούν. Ομως ξέρεις κάτι; Εγώ πιστεύω στην «επιλογή» και όχι στην εξ αίματος συγγένεια. Αυτό είναι το πιο ισχυρό πολιτισμικό κέρδος.