Στο «Νταααααλί!» (Daaaaali!, Γαλλία, 2024), τον Σαλβαδόρ Νταλί (1904-1989) υποδύονται πέντε ηθοποιοί, οι Εντουάρ Μπαέρ, Ζιλ Λελούς, Πίο Μαρμάι, Ντιντιέ Φλαμάντ και Τζόναθαν Κόεν (πέντε όπως βλέπουμε είναι τα «α» που υπάρχουν στο όνομά του στον τίτλο). Ο σκηνοθέτης Κεντέν Ντιπιέ τούς παρακολουθεί σε διάφορες «φάσεις» της ζωής του Νταλί, χωρίς φυσικά να ξεκαθαρίζει απολύτως ποιες ακριβώς είναι αυτές οι φάσεις, την ώρα που ως άξονα της ιστορίας χρησιμοποιεί ένα εντελώς αλλόκοτο και μάλλον ασήμαντο «επεισόδιο» που δεν έχει καν σημασία αν συνέβη ή όχι στην πραγματικότητα: μια δημοσιογράφος (Αναΐς Ντεμουστιέ) προσπαθεί να πάρει συνέντευξη από τον Νταλί και αυτή η προσπάθεια θα διαρκέσει πολύ, εφόσον ο Νταλί είναι αυτός που είναι. Αλλοπρόσαλλος, απρόβλεπτος, αναβλητικός, εγωιστής, σνομπ και νάρκισσος μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο.
Οι ταινίες του Ντιπιέ συνδέονται άμεσα με αυτό που πολλές φορές αυθαίρετα αποκαλούμε «σουρεαλισμό», αρκεί να θυμηθεί κανείς την πιο γνωστή του, «Απίστευτο και όμως αληθινό», σύμφωνα με το σενάριο της οποίας μια τρύπα μέσα σε ένα σπίτι οδηγούσε σε ένα υπόγειο από το οποίο αν αποφάσιζες να μπεις θα έβγαινες νεότερος. Ο Ντιπιέ, του οποίου η τελευταία ταινία, «Η δεύτερη πράξη», άνοιξε πριν από λίγο καιρό το 77ο Φεστιβάλ των Καννών, αντιμετωπίζει τον Νταλί σαν μια διάσημη καρικατούρα (που ίσως όντως ήταν) για να φτιάξει μια διασκεδαστική ταινία-καρικατούρα. Καθετί που συμβαίνει στο «Νταααααλί!» διακρίνεται από μια σκανδαλώδη σκηνοθετική ελευθερία (στην εισαγωγή, για παράδειγμα, βλέπουμε ένα πιάνο να ουρεί στη φύση) την οποία ή τη δέχεσαι και γελάς ή την απορρίπτεις και την ξεχνάς.
Στο περιθώριο της Σεούλ
Η ποιητική ατμόσφαιρα μέσα από τη σχολαστική παρατήρηση, εις βάρος πολλές φορές της «καθαρής» αφηγηματικής δομής, είναι το πιο έντονο στοιχείο των τανιών του κορεάτη σκηνοθέτη Κιμ Κι Ντουκ (1960-2020), δημιουργού έργων όπως η «Πιετά», το «Νησί» και το αριστούργημά του, «Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και πάλι… άνοιξη» (2003), που είναι η γνωστότερη και περισσότερη αγαπητή στην Ελλάδα. Αυτή την ατμόσφαιρα θα τη βρούμε και στο «Crocodile» (Ageo, Νότια Κορέα, 1996), το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας, η οποία διανέμεται για πρώτη φορά εμπορικά στην Ελλάδα (παίζεται στoν κινηματογράφο Ατενέ).
Το φιλμ παρακολουθεί στιγμές από τη ζωή κάποιων ανθρώπων του περιθωρίου της μεγαλούπολης της Σεούλ, εναποθέτοντας το βάρος του σε έναν σχετικά νέο κλοσάρ με το παρατσούκλι «Κροκόδειλος» (Τσο Τζάε Χιουν), του οποίου την καθημερινότητα παρακολουθούμε. Τσακωμοί, χαρτοπαιξία (με εκείνον στη θέση του χαμένου), δουλειές του ποδαριού, εκρήξεις οργής είτε απέναντι στους δύο ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα του, ένα παιδί και έναν μεσήλικο, είτε σε αγνώστους· όλα αμπαλαρισμένα σε ένα περιτύλιγμα ζωώδους συμπεριφοράς, πρωταρχική έκφραση της οποίας είναι η βία. Ο ήρωας δείχνει μονοκόμματος, όμως τελικά ίσως να μην είναι, γιατί ο Κιμ Κι Ντουκ, μέσα από τη γνωριμία του με μια γυναίκα την οποία σώζει από την αυτοκτονία, τον φτιάχνει έτσι ώστε να αναρωτιόμαστε διαρκώς για ποιον λόγο βρίσκεται στη θέση στην οποία βρίσκεται. Πρωτόλειο, σίγουρα, το «Crocodile» διακρίνεται από μια σκηνοθετική ωμότητα, η οποία αργότερα, στις επόμενες ταινίες του Κιμ Κι Ντουκ, θα αρχίσει να γλυκαίνει. Αξίζει να το έχουν υπόψη τους όσοι ακολουθούν και εκτιμούν το έργο αυτού του πολύ ιδιαίτερου δημιουργού.
Υπερβολές και βαβούρα
Bιντεοκλιπίστικης αισθητικής (όπως το περιμένεις) και με ένα εντελώς ανεκδιήγητο σενάριο που επιτρέπει όλα τα απίστευτα να γίνουν αληθινά (όπως επίσης το περιμένεις), η «Bad Boys: Ride or Die» (ΗΠΑ, 2024) των Αντίλ Ελ Αρμπί και Μπιλάλ Φαλάχ, τέταρτη ταινία της κινηματογραφικής «σειράς» «Bad Boys», αν κάπου διαφέρει από τις προηγούμενες είναι ότι γίνεται ακόμα πιο υπερβολική, ακόμα πιο θορυβώδης, ακόμα πιο ανόητα σπάταλη σε όλα… Ο Γουίλ Σμιθ και ο Μάρτιν Λόρενς υποδύονται και πάλι τους αστυνομικούς του Μαϊάμι Λόουρι και Μπερνέτ, οι οποίοι αυτή τη φορά θα πρέπει να ξελασπώσουν το όνομα του πεθαμένου προϊσταμένου τους (Τζο Παντολιάνο), ο οποίος μετά θάνατον κατηγορείται για διαφθορά. Ο τελευταίος έχοντας υποψιαστεί ότι κάτι τέτοιο πρόκειται να συμβεί έχει έτοιμα βίντεο για να καθοδηγήσει αναλόγως τα παλικάρια του.
Σε τίποτα απολύτως δεν μπορείς να δεχτείς στα σοβαρά στην ταινία, ενώ τα αστεία που υποτίθεται κάνει ο Μάρτιν Λόρενς (ο οποίος επιμένει να τρώει junk food ενώ έχει γλιτώσει παρά τρίχα από έμφραγμα) είναι κανονικά παγάκια. Βεβαίως οι φαν του ντουέτου ενδεχομένως να μείνουν απολύτως ικανοποιημένοι από την όλη βαβούρα της ταινίας, αν και όλοι οι υπόλοιποι θα νιώσουν ότι σπαταλούν τον χρόνο τους. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του «Bad Boys Ride or Die» είναι ότι σε κάποιες στιγμές σκέφτεσαι πως η χρήση ψηφιακών εφέ μπορεί να έγινε ακόμα και στα πρόσωπα των Σμιθ και Λόρενς, διότι δείχνουν ακριβώς τα ίδια όπως πριν από 29 χρόνια, όταν γυρίστηκε το πρώτο «Bad Boys».
Σύνδρομο Σιάμαλαν
Στο μεταφυσικό θρίλερ «Οι παρατηρητές» (The Watchers, ΗΠΑ, 2024) παρακολουθούμε την προσπάθεια τεσσάρων ανθρώπων εγκλωβισμένων σε μια καλύβα αχαρτογράφητου δάσους της Ιρλανδίας να αντιμετωπίσουν πλάσματα της νύχτας που παίρνουν τις μορφές των θυμάτων τους. Οι νεράιδες που κάποτε βασίλευαν στο δάσος και αργότερα παραγκωνίστηκαν ίσως παίζουν κάποιον ρόλο, την ώρα που στην έρευνα ενός επιστήμονα μπορεί να υπάρχει η απάντηση. Αν και οι λογικές εξηγήσεις δεν αποτελούν απαραιτήτως προτεραιότητα στο είδος του μεταφυσικού τρόμου, οι «Παρατηρητές» σε αφήνουν πλήρως αβοήθητο καταγράφοντας μια σειρά από γεγονότα «ό,τι να ‘ναι», στα οποία κυρίως το στοιχείο του ήχου δίνει τον τόνο του τρόμου.
Ωστόσο, παρότι ατμοσφαιρικό και με θαυμάσια διεύθυνση φωτογραφίας και πλανοθεσία, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της κόρης του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν («Η έκτη αίσθηση»), Ισάνα Σιάμαλαν, πάσχει από το σύνδρομο του… Μ. Νάιτ Σιάμαλαν (ο οποίος μάλιστα είναι και παραγωγός του). Εχεις την αίσθηση ότι αυτό που βλέπεις είναι ένα αμπαλάζ «δανείων» άλλων ταινιών τρόμου, από τους «Μακάβριους εισβολείς» ως τις ταινίες με βρικόλακες αλλά και το «Σκοτεινό χωριό» του ίδιου του Σιάμαλαν. Η ταινία δεν αποκτά ποτέ τη δική της ταυτότητα.
Νέα δόση anime
Μία ακόμα ταινία της γνωστής anime ιαπωνικής κινηματογραφικής σειράς «Detective Conan», το ιαπωνικό κινούμενο σχέδιο «Detective Conan: Το Αστρο του Ενός Εκατομμυρίου» (Detective Conan: The Million-dollar Pentagram, 2024) του Τσίκα Ναγκαόκα ακολουθεί το «Ντετέκτιβ Κόναν: Το Μαύρο Υποβρύχιο» που είδαμε στις αίθουσες πριν από περίπου έναν μήνα. Οι περιπέτειες του ντετέκτιβ που βρίσκεται «εγκλωβισμένος» στο σώμα ενός έφηβου αγοριού συνεχίζονται στο ίδιο μοτίβο. Θυμίζουμε ότι το manga έκανε το ντεμπούτο του το 1994, έχοντας κυκλοφορήσει 104 τόμους με συνολικές πωλήσεις 270 εκατ. αντιτύπων παγκοσμίως, ενώ τεράστια δημοφιλία έχει γνωρίσει και η ομώνυμη σειρά anime, η οποία έχει προβληθεί σε 40 χώρες.
Δύο επανεκδόσεις
«Ghost Dog: Ο τρόπος των σαμουράι» (Ghost Dog: The Way of the Samurai, ΗΠΑ, 1999) του Τζιμ Τζάρμους. «Ασχέτως από το τι πρόκειται να του συμβεί, ο σαμουράι μένει πάντα πιστός στους κώδικές του». Απόσπασμα από το «Βιβλίο του σαμουράι» που αποτελεί τη βάση αυτού του μικρού αριστουργήματος στο οποίο αντικατοπτρίζεται η στάση του δημιουργού της ταινίας: ασχέτως από την ποσότητα των αποδεκτών των ταινιών του, ο Τζιμ Τζάρμους, ο ουσιαστικός «πατέρας» του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου που άρχισε να ανθεί τη δεκαετία του 1980, δεν έπαψε ποτέ να μένει πιστός στους κώδικες που ο ίδιος θέσπισε πίσω στο 1984 («Πέρα από τον Παράδεισο»). Σαν τον μοναχικό ήρωά του, τον σαμουράι Ghost Dog (Φόρεστ Γουίτακερ), δεν υποχωρεί και δεν παραδίδεται. Για τον Τζάρμους ο αμερικανικός πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα του μείγματος πολλών διαφορετικών πολιτισμών και το «Ghost Dog» αποτελεί ζωντανό παράδειγμα αυτής της θεωρίας.
Πάνω από όλα, η ταινία του είναι μια απολαυστική μικρογραφία της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας. Ενώ διαδραματίζεται σε μια πόλη με λίγους κατοίκους, κάπου στον Βορρά, βρίσκουμε μέσα της έναν αφρικανοαμερικανό σύγχρονο σαμουράι, τον Ghost Dog, μια συμμορία ιταλοαμερικανών γκάνγκστερ ανίκανων να πληρώσουν το νοίκι για το στέκι τους, έναν γαλλόφωνο μαύρο παγωτατζή που δεν μιλάει λέξη αγγλικά, και σε «περάσματα» Ιάπωνες, Πορτορικανούς και ινδιάνους Καγιούγκα. Μέσα από μια ασήμαντη γειτονιά, ο σκηνοθέτης χαρτογραφεί μια ολόκληρη κοινωνία, βρίσκοντας τρόπους να συνδυάσει ακόμα και τη σιτσιλιάνικη νοοτροπία με τη μουσική ραπ και τη χιπ χοπ.
Επαναπροβάλλεται, τέλος, και μια πολύ πιο πρόσφατη ταινία, η γαλλική «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» (Qu’est-ce qu’on a fait au Bon Dieu?, Γαλλία, 2014) του Φιλίπ ντε Σοβερόν, η οποία στην εποχή της απέκτησε διαστάσεις εισπρακτικού φαινομένου όχι μόνο στη Γαλλία αλλά σε όλον τον κόσμο, όπως και στη χώρα μας. Ενας Αραβας, ένας Εβραίος, ένας Κινέζος και ένας Αφρικανός είναι τα πρόσωπα που οι τέσσερις κόρες ενός κλασικού ζευγαριού λευκών γάλλων καθολικών (Κριστιάν Κλαβιέ, Σαντάλ Λομπί) αποφασίζουν να παντρευτούν. Ακολούθησαν δύο συνέχειες, το 2019 και το 2021.