Τις απαντήσεις του συνοδεύει η αριθμητική τεκμηρίωση. «Το “βρίσκω” αυτό, δεν το “πιάνω” εκείνο», συνηθίζει να λέει, προτού αναλύσει τις τάσεις, τις οποίες καταγράφει στο παρασκήνιο της δημόσιας – πολιτικής και κοινωνικής – σκηνής. Μόνο ένα θέμα αφήνει έως το τέλος με ερωτηματικό. Κι ας είναι εκείνο που συζητείται περισσότερο από όλα αυτές τις μέρες, προκαλώντας κρύο ιδρώτα στα κομματικά επιτελεία. Με τίποτα (καμία δημοσκόπηση) δεν μπορεί να «βρει» με σχετική ασφάλεια ή να «πιάσει» έστω οριακά το εύρος της αποχής ενόψει οποιασδήποτε εκλογικής αναμέτρησης – ούτε άρα για την ευρωκάλπη της Κυριακής. Μόνο εκτιμήσεις γίνονται για το ενδεχόμενο «να δούμε για πρώτη φορά το ύψος της αποχής μεγαλύτερο από εκείνο της συμμετοχής». Εκεί εντοπίζει ο Αντώνης Παπαργύρης, διευθυντής Ερευνών της GPO, το μεγαλύτερο (δημοσκοπικό) σασπένς. Ή ακριβέστερα τον μεγαλύτερο κίνδυνο της Κυριακής, αφού «μια πολύ μεγάλη αποχή των ψηφοφόρων μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα». Το μόνο χειροπιαστό δεδομένο του είναι ο δείκτης της βεβαιότητας ψήφου. Και από εκείνον καθαρά ευνοούνται οι «μεγάλοι» του πολιτικού φάσματος, δεδομένου ότι έχουν την πιο συμπαγή εκλογική βάση σε αντίθεση με τα μικρότερα κόμματα, που συνήθως προσελκύουν αυθόρμητους ψηφοφόρους με άλλα, χαλαρότερα κριτήρια. Εν ολίγοις, συμφωνεί με όσους λένε ότι κερδισμένος θα είναι εκείνος που θα καταφέρει να οδηγήσει τον «σκληρό πυρήνα» του πίσω από το εκλογικό παραβάν. Εξάλλου από τη φετινή προεκλογική περίοδο έλειψαν, όπως πιστεύει ο Παπαργύρης, δύο καθοριστικά στοιχεία που ευνοούν τη συμμετοχή στις κάλπες: είτε να υπάρξει ένα σοβαρό πολιτικό διακύβευμα («δεν κατάφεραν τα κόμματα να πείσουν για κάτι τέτοιο») είτε να δημιουργηθεί μέσω ενός νέου κόμματος ή ενός νέου προσώπου ένα ισχυρό ρεύμα («δεν παρατηρήθηκε κάτι τέτοιο»). Οι αναλύσεις του, διαχρονικά, δείχνουν το εξής: «παίζει ρόλο η χρονική απόσταση στην οποία διεξάγονται οι ευρωεκλογές, το αν προηγούνται ή έπονται των εθνικών εκλογών». Στην πρώτη περίπτωση, η ευρωκάλπη μπορεί να γίνει προάγγελος εξελίξεων στην κεντρική πολιτική σκηνή – έγινε αυτό το 2009 με το ΠΑΣΟΚ, το 2014 με τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2019 με τη ΝΔ. Στη δεύτερη περίπτωση, οι ευρωεκλογές είναι ικανές να επιβεβαιώσουν το προηγούμενο σκηνικό. «Σε κάτι τέτοιο φαίνεται να οδηγούμαστε και τώρα».
Το τηλέφωνο του Παπαργύρη, ο οποίος έχει καταγράψει κάθε τάση της τελευταίας (σχεδόν) 20ετίας, χτυπά διαρκώς από συνεργάτες του. «Τρέχουμε γκάλοπ, με συγχωρείς, αλλά θα απαντήσω». Ηταν η πρώτη μέρα της τελευταίας μέτρησης της GPO για τις αυριανές εκλογές.
Οργιο παραπληροφόρησης
«Για φαντάσου», λέει, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί του, «μια προεκλογική περίοδο στην Ελλάδα χωρίς καμία δημοσιευμένη δημοσκόπηση». Πώς θα ήταν πράγματι; «Εγώ φαντάζομαι ένα όργιο παραπληροφόρησης. Πόσο εύκολα θα μπορούσε ο καθένας να υποστηρίζει ό,τι θέλει πατώντας σε μία “δική του” πληροφόρηση, σε κάποια “μυστική” μέτρηση ή απλώς να διακινεί τις προσδοκίες και τα “πιστεύω” του». Είναι ο λόγος που ο ίδιος και οι συνάδελφοί του λειτουργούν προεκλογικά τόσο ως «εξομολογητές» (ιδίως σε υποψήφιους βουλευτές και αυτοδιοικητικούς), όσο και ως… σάκοι του μποξ. «Την καταλαβαίνω την κριτική προς εμάς. Κατανοώ την αμφισβήτηση στα πλαίσια του ισχυρού κομματικού ανταγωνισμού έως και την έκφραση δυσαρέσκειας, παρότι κάποιοι πιστεύουν ότι μια δημοσκόπηση κάνει κάτι που στην πραγματικότητα δεν κάνει: εμείς καταγράφουμε τάσεις και προθέσεις, όχι τετελεσμένα γεγονότα και σίγουρα όχι εκλογικά αποτελέσματα! Η θεμιτή και κατανοητή αγωνία κάποιου για το κόμμα του απέχει φυσικά από το να θεωρείται ότι υπάρχει ποτέ οργανωμένη προσπάθεια υπέρ ή κατά ενός κόμματος». Εντάσσει άλλωστε στους «μεγάλους μύθους» ότι μια δημοσκόπηση μπορεί τελικά να χειραγωγεί, «να καθοδηγεί δηλαδή τον κόσμο προς συγκεκριμένη κατεύθυνση». Αλλος «μύθος» είναι ότι σε μια ποσοτική έρευνα υπάρχουν ποιοτικά δεδομένα. «Σε ένα γκάλοπ όλα είναι ποσοτικά. Είναι διαφορετικές οι ποιοτικές έρευνες, τα λεγόμενα focus groups. Εκεί, ναι, έχουμε ποιοτικά δεδομένα με απαντήσεις στο “γιατί;”, που σου επιτρέπουν να πας σε βάθος. Αλλά δεν σου επιτρέπουν να κάνεις αναγωγές στον γενικό πληθυσμό γιατί είναι πολύ μικρότερο το δείγμα».
Στη μεγάλη εικόνα θεωρεί ότι ζούμε εποχές «δημοσκοπικής υστερίας». Ολοι και όλα πρέπει να μετριούνται, «και μάλιστα σε μια μορφή ριάλιτι, αν είναι δυνατόν να μετριούνται τα πάντα κάθε μέρα!». Κι αν πριν από χρόνια ο Παπαργύρης άκουγε συχνά το ένστικτό του, πλέον τα νούμερα και η ανάλυσή τους είναι εκείνα που πάντα εμπιστεύεται, χωρίς να χάνει τη δική του «πολιτική θεώρηση των πραγμάτων». Ο χαρακτηρισμός «φωτογραφία της στιγμής», όπως περιγράφεται κατά το δημοσιογραφικό κλισέ ένα γκάλοπ, τον βρίσκει σύμφωνο. «Γιατί όντως αντικατοπτρίζει τις απόψεις της κοινής γνώμης σε μια δεδομένη χρονική στιγμή». Πέραν της επικαιρότητας, διακρίνονταν πάντα τρία κριτήρια ψήφου. Πρώτον η περιοχή κατοικίας, δεύτερον οι οικογενειακοί και διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες και τρίτον η ιδεολογική ταύτιση. «Γεωγραφική ψήφος υπάρχει ακόμα ως έναν βαθμό, δηλαδή πράγματι συγκεκριμένες περιοχές της επικράτειας ψηφίζουν συγκεκριμένα κόμματα». Οσο για την ιδεολογική ταύτιση, δηλαδή τον άξονα Αριστεράς – Δεξιάς, ή με τα λόγια του Παπαργύρη «τη μεγάλη ομπρέλα κάτω από την οποία υπάρχει η κομματική ταύτιση», αυτός ο μπούσουλας συμπεριφοράς έχει ανατραπεί. «Κάποτε είχαμε δύο μεγάλους πόλους. Τώρα υπάρχει και το ορθολογικό κριτήριο, οι ψηφοφόροι που πλέον δεν επηρεάζονται ούτε από τις οικογενειακές “παραδόσεις” ούτε έχουν ιδεολογικά στεγανά, πόσω μάλλον κομματικές ταυτίσεις. Αυτοί θεωρούνται οι ορθολογιστές, επιλέγουν με βάση την τρέχουσα κατάσταση αυτό το οποίο κρίνουν ως καλύτερη επιλογή». Δεν συμφωνεί εξάλλου με τους επικριτές που μιλούν για εκλογείς οι οποίοι πηγαίνουν «όπου να ‘ναι», ούτε με τον χαρακτηρισμό «απολιτίκ». Οπως πιστεύει, «απολίτικος δεν είναι κανείς, όλοι έχουν μια θέση και άποψη για τα πράγματα και με κάποιον τρόπο μια συμμετοχή. Η πολιτική είναι παντού γύρω μας, ακόμα και σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας – στην υγεία, στην παιδεία, στις προσωπικές σχέσεις, σε όλα».
Ο άλλος πόλος
Κατά τον ίδιο, τα πράγματα εξελίσσονται έτσι, με ξεπερασμένες τις «ταυτίσεις» (και με «διαλυμένα» πια τα άλλοτε γαλάζια και πράσινα καφενεία), από το 2012. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να κρατήσει έναν ισχυρό πυρήνα, ενόσω ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να υπερβεί τα όρια της παράταξής του, της ΝΔ, και να διεισδύσει σε ευρύτερα ακροατήρια. «Και φτάσαμε στο 2023 που διαλύθηκε ξανά επί της ουσίας ο δεύτερος πόλος και δεν ξέρουμε καν αν και πότε θα μπορέσει να ξαναδημιουργηθεί. Ψαχνόμαστε λοιπόν όλοι κάνοντας τη συζήτηση για τον άλλο πόλο». Ο Παπαργύρης είναι σίγουρος ότι οι έννοιες «Κεντροαριστερά – Κεντροδεξιά» φτάνουν πλέον τους αναλυτές μέχρι ενός σημείου, αλλά δεν μπορούν να καλύψουν όλη την πραγματικότητα. «Είδαμε στις τελευταίες εθνικές εκλογές κεντροαριστερούς να επιλέγουν τη ΝΔ. Θα συνέβαινε αυτό πριν από 20 χρόνια; Χρειάζεται άρα να βρούμε νέα εργαλεία. Χρειαζόμαστε καινούργια εννοιολογική προσέγγιση. Και εκεί μπορεί να συνεισφέρει κυρίως η πολιτική επιστήμη αλλά και η κοινωνιολογία».
Εκτός από τη γενική εικόνα και τις τάσεις στο πολιτικό σκηνικό, η κουβέντα ήρθε γρήγορα στην πολιτική επικαιρότητα. Αλλωστε ήταν μέρες… πόθεν έσχες για την αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. Και η συζήτηση επέστρεψε στις κομματικές αγωνίες για τη συμμετοχή των πολιτών στην ευρωκάλπη. «Τι έκαναν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες μέρες με το πόθεν έσχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Προσπάθησαν να δημιουργήσουν συνθήκες τεχνητής πόλωσης. Γιατί; Γιατί κανένα κόμμα δεν πέτυχε να δημιουργήσει συνθήκες συμμετοχής. Και με ένα θέμα σαν αυτό υπήρξαν προσδοκίες και στις δύο πλευρές για μεγαλύτερη συσπείρωση». Ο Παπαργύρης βλέπει πάντως μια «επιτυχία» του Στέφανου Κασσελάκη: «Το γεγονός ότι μπήκαμε στην τελευταία εβδομάδα πριν από την κάλπη με συζητήσεις για εκείνον σχηματοποιεί ουσιαστικά το δίπολο Μητσοτάκης και Κασσελάκης». Για την προεκλογική κινητικότητά τους υπογραμμίζει το γεγονός ότι όλοι, Μητσοτάκης, Κασσελάκης αλλά και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, επέλεξαν απολύτως προσωποκεντρικές καμπάνιες – έως «εγωκεντρικές». Η ΝΔ γρήγορα κατάλαβε «ότι δεν μπορεί να πάει ξανά στην επίδοση των εθνικών εκλογών και κατευθείαν οχυρώθηκε πίσω από τον ρεαλιστικό – και θεωρώ εφικτό – στόχο του 33%+ των τελευταίων ευρωεκλογών. Ο Κασσελάκης ως νέος αρχηγός είπε διάφορα μαξιμαλιστικά στην αρχή, αλλά το “μάζεψε” και εκείνος, θέτοντας έναν πιο ρεαλιστικό πήχη – στο ποσοστό των τελευταίων εθνικών εκλογών». Και η Χαριλάου Τρικούπη; «Στην περίπτωση του Ανδρουλάκη και του ΠΑΣΟΚ εκτός απροόπτου θα έχουμε ένα κόμμα που θα ανεβάσει τα ποσοστά του και σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές και, λογικά, σε σχέση με τις τελευταίες εθνικές εκλογές. Αριθμητικά μπορεί να είναι οι κερδισμένοι, αλλά το βράδυ των εκλογών κινδυνεύει να βρεθεί στους “χαμένους”. Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι πολιτικές προσδοκίες. Ισως πάλι να έχουμε όλους στην πλευρά των νικητών», ανάλογα με τις «αναγνώσεις» του εκλογικού αποτελέσματος από τους αρχηγούς.
Η επόμενη ημέρα
Το ενδιαφέρον της επόμενης ημέρας στρέφεται για όλους στο εύρος και το περιεχόμενο των πολιτικών εξελίξεων. «Προφανώς δεν έγινε καμία συζήτηση σε κανένα ευρωπαϊκό ζήτημα. Και οι ίδιοι οι ευρωβουλευτές βρέθηκαν σε δεύτερη μοίρα. Πλέον θα συζητήσουμε όσα προκύψουν σε σχέση με την αντιπολίτευση. Οσο κι αν ακούγεται κάπως πεζό ή επιφανειακό ή οτιδήποτε, αυτό το “απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;” είναι, νομίζω, το κεντρικό διακύβευμα της επόμενης ημέρας». Σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα – ηγέτες του σήμερα και του παρελθόντος, δεδομένου ότι πέρασε άλλη μία προεκλογική περίοδος με αναφορές στον Ανδρέα Παπανδρέου, ο Παπαργύρης είναι βέβαιος ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ξανά τέτοια «μυθιστορηματικά χαρακτηριστικά» σε πολιτικούς αρχηγούς. «Χρειάζεται ένας μύθος γύρω από το πρόσωπο, που σήμερα είναι αδύνατον να υπάρξει λόγω της υπερέκθεσης. Μπορείς πλέον σε ένα timeline στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να δεις τον αρχηγό να προετοιμάζει την ομιλία του, να τρέχει την καμπάνια, εικόνες που τον κάνουν προσιτό, όπως είναι πλέον το ζητούμενο, αλλά δεν του επιτρέπουν να χτίσει τον μύθο».
Η μετεκλογική περίοδος θα φέρει για τον Παπαργύρη νέες μετρήσεις, όχι μόνο γιατί κάθε εκλογή παράγει και ένα καινούργιο αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι με την ευρωκάλπη της Κυριακής κλείνει ένας κύκλος που τα είχε όλα (εθνικές κάλπες, «μάχη» αυτοδιοίκησης και ευρωπαϊκές εκλογές), ανοίγοντας ορίζοντα τριετίας χωρίς άλλη αναμέτρηση, δημιουργεί συνθήκες διευρυμένης ανάλυσης του εκλογικού σώματος. «Εχει ενδιαφέρον πλέον να επιχειρήσουμε να κάνουμε μια (νέα; Διαφορετική;) τμηματοποίηση του εκλογικού σώματος, να καταγράψουμε και να ερμηνεύσουμε συμπεριφορές, να αναζητήσουμε αν υπάρχει ένα νέο “μοντέλο” ψηφοφόρου», λέει και επιστρέφει σε ερωτήματα όπως το αν προκύψει κάτι άλλο πέραν της ιδεολογικής κλίμακας «Αριστερά – Δεξιά» που χρησιμοποιείται σήμερα.