«Η προσέγγιση της Αγκυρας στην προοπτική ένταξής της στις BRICS πρέπει να γίνει με σχετική επιφυλακτικότητα. Κανένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ δεν έχει ενταχθεί μέχρι σήμερα στη συγκεκριμένη ομάδα – ωστόσο ενδεχόμενος αποκλεισμός της Τουρκίας από αυτήν ίσως να καταστεί περισσότερο προβληματικός στο μέλλον. Η Τουρκία λοιπόν θα όφειλε να αδράξει την ευκαιρία να γίνει μέλος της εάν της δοθεί η ευκαιρία, όχι όμως να επιδιώξει την ένταξή της με κάθε κόστος».
Αυτά, ανάμεσα σε άλλα, έγραφε τον Σεπτέμβριο του 2023 στη «Sabah» ο Αλί Ογκιούζ Ντιριόζ, επιχειρώντας να θέσει ένα πλαίσιο στο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο φαινόταν ήδη από τότε να έχει τεθεί στην ατζέντα της γειτονικής χώρας (αν και ως σενάριο υφίσταται από πολύ πιο παλιά). Στους μήνες δε που μεσολάβησαν, ειδικά μετά τη διεύρυνση των BRICS με άλλα πέντε νέα μέλη – Σαουδική Αραβία, Ιράν, Αίγυπτος, ΗΑΕ και Αιθιοπία –, έχουν πληθύνει οι ενδείξεις ότι είναι κάτι που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η υπόλοιπη τουρκική ηγεσία εξετάζουν πλέον πολύ σοβαρά. Εστω κι αν γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο θα τους απομακρύνει ακόμα περισσότερο από τη Δύση και τους παραδοσιακούς συμμάχους τους.
Η υπόθεση, σε κάθε περίπτωση, απέκτησε νέα διάσταση μετά την τριήμερη επίσκεψη που πραγματοποίησε στο Πεκίνο, στις αρχές Ιουνίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας. «Ασφαλώς θα επιθυμούσαμε να γίνουμε μέλος των BRICS. Ας δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη διάρκεια αυτού του έτους» φέρεται να δήλωσε ο (έμπιστος του Ερντογάν) Χακάν Φιντάν, προσθέτοντας ότι η χώρα του είναι «υποχρεωμένη να αναζητήσει εναλλακτικές» από τη στιγμή που αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ δεν επιθυμούν την ένταξή της στην «ευρωπαϊκή οικογένεια». Ο ίδιος δε, αν και σημείωσε πως οι BRICS «έχουν να διανύσουν ακόμη πολύ δρόμο», έσπευσε να τους πλέξει το εγκώμιο. «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι πρόκειται για μια σημαντική πλατφόρμα συνεργασίας (…) και εμείς βλέπουμε να υπάρχει δυναμική σε αυτήν».
Γιατί βιάζεται η Μόσχα
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι η πρώτη χώρα που υποδέχθηκε ενθέρμως όσα είπε ο Φιντάν ήταν η Ρωσία, ευελπιστώντας προφανώς να συσφίξει περισσότερο τη συνεργασία της με την Τουρκία και να διευρύνει το ρήγμα στις σχέσεις της τελευταίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ και, φυσικά, την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σχετική δήλωση έκανε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, ενώ και ο υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, είχε πει μερικά 24ωρα νωρίτερα (ενδεχομένως γνωρίζοντας τις προθέσεις του τούρκου ομολόγου του, με τον οποίο έχει ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας) ότι η πόρτα των BRICS παραμένει «ανοιχτή για όσους εκπροσωπούν τα πιο διαφορετικά οικονομικά και πολιτικά συστήματα» – θέτοντας παράλληλα ως μοναδικό όρο τη συμφωνία «για συνεργασία στη βάση της κοινής αρχής της ισότητας των κρατών σε επίπεδο κυριαρχίας».
Οσον αφορά την Κίνα, αν και ο επικεφαλής της διπλωματίας της δεν άνοιξε δημοσίως τα χαρτιά του μετά τη συνάντηση που είχε στις 4 Ιουνίου με τον Φιντάν – τον πιο υψηλόβαθμο τούρκο αξιωματούχο που επισκέπτεται το Πεκίνο εδώ και πάνω από μία δεκαετία (ο Ερντογάν είχε βρεθεί εκεί ως πρωθυπουργός το 2012) –, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι βλέπει με καλό μάτι την ένταξη και της Τουρκίας σε μια ομάδα στην οποία η χώρα του έχει βαρύνοντα ρόλο και λόγο. Εξάλλου, ο Ουάνγκ Γι δήλωσε ότι «συμφώνησαν στην ανάγκη στενής στρατηγικής επικοινωνίας (…) προκειμένου να διασφαλιστούν τα κοινά συμφέροντα των αναπτυσσόμενων χωρών». Για να υπογραμμίσει επίσης ότι «η Κίνα είναι πρόθυμη να συνεχίσει την ενίσχυση του συντονισμού και της συνεργασίας με την Τουρκία».
Στο Καζάν τον Οκτώβριο
Αναμφίβολα, οι προθέσεις όλων των πλευρών θα ξεκαθαρίσουν περισσότερο κατά την επόμενη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών των (δέκα πλέον) BRICS, η οποία έχει προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί στην πόλη Καζάν της Ρωσίας τον ερχόμενο Οκτώβριο. Σε αυτήν άλλωστε αναμένεται ότι θα προσκληθεί και θα παραβρεθεί και ο Φιντάν, έχοντας στο μεταξύ χαράξει με πιο συγκεκριμένο τρόπο την τακτική που θα ακολουθήσει και τα προαπαιτούμενα που θα θέσει, μια και είναι γνωστό πως η Αγκυρα δεν υπογράφει αποφάσεις εάν δεν λάβει ανταλλάγματα…
Τι όμως έχει να προσφέρει η Τουρκία στις BRICS εφόσον ενταχθεί στην ομάδα; Σε επίπεδο απόλυτων αριθμών, δηλαδή ποσοτικά, η αλήθεια είναι ότι αντιπροσωπεύει ένα μάλλον μικρό μέγεθος, όπως φαίνεται και από τα σχετικά συγκριτικά στοιχεία. Ποιοτικά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά και σαφώς πιο ευνοϊκά για αυτήν. Η στρατηγική γεωγραφική θέση της, ο ρόλος της ως «γέφυρας» ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, Ασία και Ευρώπη, η θέση και η επιρροή της στον ισλαμικό κόσμο, η ύπαρξη του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών στον οποίο μετέχουν επίσης Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Κιργιστάν και Ουζμπεκιστάν, ενώ καθεστώς παρατηρητή έχουν Τουρκμενιστάν και Ουγγαρία, οι στενοί δεσμοί που έχει ήδη αναπτύξει με Ρωσία και Κίνα, καθώς και η σταδιακή αποκατάσταση των σχέσεών της με τις αραβικές χώρες είναι ορισμένα από τα «καλά χαρτιά» που θα έχει να ρίξει ο Ερντογάν, εφόσον επιλέξει να καταθέσει επισήμως αίτημα ένταξης στην ομάδα των BRICS.
Εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που δημιουργούνται
Η αλήθεια πάντως είναι ότι στην Αγκυρα το παραπάνω ερώτημα τίθεται και αντιστρόφως. Με άλλα λόγια: Τι έχουν και μπορούν να προσφέρουν στην Τουρκία οι BRICS; Προτού δε κανείς επιχειρήσει να δώσει απάντηση, οφείλει να συνυπολογίσει δύο βασικά δεδομένα – μαζί, φυσικά, με την πάγια τακτική του Ερντογάν και συνολικά της τουρκικής διπλωματίας να πατάνε ταυτόχρονα σε πολλές… βάρκες.
Το ένα έχει να κάνει με την κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της ομάδας, όπου οι αντιθέσεις είναι εμφανείς και έντονες και δεν επιτρέπουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας ότι από εκεί θα προκύψει το αντίπαλο δέος στις ΗΠΑ και τη Δύση. Μπορεί, για παράδειγμα, Πεκίνο και Μόσχα να βρίσκονται στην ίδια πλευρά του νομίσματος στα περισσότερα ζητήματα, η εικόνα είναι όμως διαφορετική ανάμεσα στην Κίνα και την Ινδία, που ανταγωνίζονται σκληρά η μία την άλλη – ενίοτε και βίαια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με δύο από τα νέα μέλη των BRICS, τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, που μπορεί να αποκατέστησαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη διαμεσολάβηση του Πεκίνου, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους όμως παραμένει έντονος στην «καυτή» περιοχή της Μέσης Ανατολής – και η πιθανότητα μιας σύγκρουσης κάθε άλλο παρά έχει εξαλειφθεί.
Οσο για το δεύτερο, αφορά την ίδια την Τουρκία και τις φιλοδοξίες της. Κι αυτό είναι κάτι που περιγράφεται πειστικά στην ανάλυση του Ντιριόζ, στην οποία προαναφερθήκαμε: «Προτεραιότητα της Τουρκίας θα έπρεπε να είναι να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που δημιουργούνται στο πλαίσιο της νέας παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής τάξης πραγμάτων (…) Η Τουρκία είναι κλειδί για το παγκόσμιο εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, όπως επίσης για τη μεταφορά ενέργειας (…) Για τον λόγο αυτόν, ίσως είναι πιο χρήσιμο για την Τουρκία να επιλέξει τη μη ένταξή της τόσο στην ΕΕ όσο και, μελλοντικά, στις BRICS και, αντιθέτως, να αναπτύξει περαιτέρω έναν οργανισμό στον οποίο είναι ήδη μέλος, όπως αυτός των Τουρκικών Κρατών» σημειώνει χαρακτηριστικά. Απηχώντας, προφανώς, τη σκέψη σημαντικού τμήματος της σημερινής πολιτικής και οικονομικής ελίτ.
Ας κρατήσουμε λοιπόν μικρό σχετικά καλάθι, χωρίς να αποκλείουμε οτιδήποτε.