Οι ευρωεκλογές της Κυριακής είναι ίσως οι κρισιμότερες στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για δύο λόγους: Αφενός, η Ευρώπη σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά διλήμματα ως προς την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα, την ενέργεια και την εξωτερική πολιτική/άμυνα και, αφετέρου, οι πολιτικές δυνάμεις που θα τα διαχειριστούν ενδέχεται να κυριαρχούνται πλέον από τη Δεξιά και την Ακροδεξιά.
Οι δημοσκοπήσεις και οι αναλύσεις των ευρωπαϊκών οργανισμών θεωρούν πιθανό ότι για πρώτη φορά μια δεξιά συμμαχία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), των συντηρητικών και των ακροδεξιών δυνάμεων, μπορεί να πάρει την πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των ευρωπαϊκών οργάνων. Η παραδοσιακή συνεννόηση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, της Σοσιαλιστικής Ομάδας και των Φιλελευθέρων – που ως σήμερα είχε το 49% των εδρών – εκτιμάται ότι θα πέσει στο 42%, ενώ αντίθετα η εκκολαπτόμενη συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς μπορεί να ξεπεράσει το 50%.
Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει αντανάκλαση στην κατανομή των ηγετικών θέσεων της ΕΕ, κυρίως όμως θα προκαλέσει αλυσιδωτές παρενέργειες στις ευρωπαϊκές πολιτικές – από την εξωτερική πολιτική έως την κατάρτιση του προϋπολογισμού – και έτσι να αποβεί καταστροφική για το ευρωπαϊκό μοντέλο που γνωρίσαμε και οικοδομήσαμε επί επτά δεκαετίες: της ανάπτυξης, της συνοχής και της αλληλεγγύης. Τα μηνύματα ήδη υπάρχουν και καλό είναι να τα θυμίσουμε:
n Πρώτον: σε αρκετές χώρες τα κόμματα που μετέχουν στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα συνεργάζονται ήδη σε εθνικό επίπεδο με ακροδεξιά κόμματα – όπως σε Ιταλία, Φινλανδία, Σουηδία και σε περιφερειακό επίπεδο στην Ισπανία. Καθόλου τυχαία, το ΕΛΚ αρνήθηκε να προσυπογράψει κείμενο των Σοσιαλιστών που ξεκαθάριζε πως «δεν θα συνεργαστούν ποτέ ούτε θα συμμαχήσουν με τα ακροδεξιά ή/και τα λεγόμενα αντισυστημικά κόμματα σε κανένα επίπεδο».
n Δεύτερον, η ίδια η σημερινή πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε «πρόθυμη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις» να συνεργαστεί με την ευρωσκεπτικιστική Ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις των Πρασίνων, Σοσιαλιστών, Φιλελεύθερων και Αριστερών. Ο Κ. Μητσοτάκης ήδη δεσμεύτηκε ότι στο δίλημμα Ντράγκι ή Λάιεν για την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα υποστηρίξει τη Λάιεν, ενώ ο αρχηγός της γαλλικής Δεξιάς Μπελαμί άφησε ανοιχτή την πόρτα συνεργασίας του κόμματός του με την Ακροδεξιά.
n Και, τέλος, η πρόταση της Μαρίν Λεπέν προς την Τζόρτζια Μελόνι να σχηματίσουν από κοινού μια «δεξιά σούπερ ομάδα» βρήκε ανοιχτή πόρτα από την ιταλίδα πρωθυπουργό και ενθουσιώδη υποδοχή από τον Βίκτορ Ορμπαν, που εκτίμησε πως «μια ενιαία ομάδα ή ένας συνασπισμός θα είναι δύναμη για την Ευρώπη».
Το αναπόδραστο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, μετεκλογικά, η ΝΔ (που πολιτικά έχει μικρή επιρροή στο ΕΛΚ) θα συρθεί στα σχέδια συνασπισμού Δεξιάς – Ακροδεξιάς. Το κρίσιμο διακύβευμα, λοιπόν, είναι η ενίσχυση των δυνάμεων που στέκονται ανάχωμα στο ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού. Στην Ελλάδα, μόνο η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στοιχίζεται απευθείας με την Σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και για τον λόγο αυτόν εγγυάται μια δημοκρατική, προωθητική πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του μοντέλου ανάπτυξης, συνοχής και αλληλεγγύης που γνωρίζουν και εμπιστεύονται οι πολίτες.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης,είναι ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου, πρώην υπουργός Οικονομικών και επικεφαλής του Ινστιτούτου για τη Σοσιαλδημοκρατία, In Social