Τη στιγμή που οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ενισχύσουν διεθνώς τη θέση τους κλιμακώνοντας την ένταση με Ρωσία και Κίνα, νέο μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς ήρθε να επιβεβαιώσει το τεράστιο πρόβλημα διαφθοράς που αντιμετωπίζει ο ισχυρότερος στρατός του πλανήτη.

Στις 31 Μαΐου, ο απόστρατος ναύαρχος του Πολεμικού Ναυτικού Ρόμπερτ Μπερκ και δύο μεγαλοστελέχη εταιρειών συνελήφθησαν με κατηγορίες που σχετίζονται με τους ρόλους τους σε ένα σχέδιο δωροδοκίας που αφορούσε συμβόλαιο μιας εταιρείας με την κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Ειδικότερα, ο 62χρονος απόστρατος Ρόμπερτ Μπερκ από το 2020 έως το 2022 ήταν ο αξιωματικός που επέβλεπε τις ναυτικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη, τη Ρωσία και το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, έχοντας υπό τις διαταγές του χιλιάδες πολίτες και στρατιωτικό προσωπικό.

Ο ίδιος, όμως, φέρεται να κανόνιζε συμβόλαια της εταιρείας -η οποία στην ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης περιγράφεται ως «Εταιρεία Α»- με τον στρατό με αντάλλαγμα να προσληφθεί μετά την αποστράτευση με ετήσιο μισθό 500.000 δολ. και επιχορήγηση άλλα 100.000.

Το σχέδιο ήταν απλό. Ο Μπερκ θα φρόντιζε να «κατευθύνει» ένα συμβόλαιο 355.000 δολαρίων του Πενταγώνου σε μια μικρή εταιρεία εκπαίδευσης εργατικού δυναμικού.

Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα προσελήφθη στην Εταιρεία Α.

Ο Μπερκ κατηγορείται για πράξεις που επηρεάζουν προσωπικά οικονομικά συμφέροντα και απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από τις ΗΠΑ. Εάν καταδικαστεί, ο ίδιος αντιμετωπίζει μέγιστη ποινή φυλάκισης 30 ετών και τα δύο στελέχη της εταιρείας αντιμετωπίζουν μέγιστη ποινή φυλάκισης 20 ετών.

Πρόκειται για ένα περιστατικό που, σύμφωνα με ειδικούς, προκαλεί ανησυχίες στις ΗΠΑ σχετικά με την έκταση της διαφθοράς στο Ναυτικό και όχι μόνο.

Οι ΗΠΑ ταλανίζονται από ένα καταστροφικό σύστημα διεφθαρμένων συναλλαγών και κερδοσκοπίας στις πρακτικές προμηθειών του Πενταγώνου, και πολλά από αυτά είναι απολύτως νόμιμα.

Περιλαμβάνει συνεισφορές εκστρατειών από μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες σε σημαντικά μέλη του Κογκρέσου που καθορίζουν το μέγεθος και το σχήμα του προϋπολογισμού του Πενταγώνου και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, όπου οι εταιρείες τοποθετούν εγκαταστάσεις σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές του Κογκρέσου και στη συνέχεια είναι έτοιμες να κατηγορήσουν μέλη της περικοπής τοπικών θέσεων εργασίας εάν καταψηφίσουν ένα πρόγραμμα όπλων, ανεξάρτητα από το πόσο άστοχο ή δυσλειτουργικό μπορεί να είναι.

Περιλαμβάνει επίσης την περιστρεφόμενη πόρτα, στην οποία στελέχη της βιομηχανίας όπλων συχνά κάνουν θητείες σε κορυφαίες θέσεις εθνικής ασφάλειας, ακόμη και ως υπουργός Άμυνας, ή, στην άλλη πλευρά της περιστρεφόμενης πόρτας, όταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Πενταγώνου και στρατιωτικοί πηγαίνουν να εργαστούν για κατασκευαστές όπλων όταν αποχωρούν από την κρατική υπηρεσία.

Έρευνα του αμερικανικού Ινστιτούτου Quincy, έδειξε ότι πάνω από το 80% των στρατηγών και ναυάρχων τα τελευταία 5 χρόνια συνέχισαν να εργάζονται στον τομέα των όπλων. Εν ολίγοις, οι περισσότεροι απόστρατοι, όπως ο Μπερκ, προχωρούν σε προσοδοφόρες θέσεις στη βιομηχανία όπλων.

«Σε αντίθεση με τον Μπερκ, ακολουθούν τους κανόνες, επομένως όλα αυτά είναι απολύτως νόμιμη διαφθορά» αναφέρουν οι Ουίλιαμ Χάρτουνγκ και Μπεν Φρίμαν από το Ινστιτούτο Quincy.

Έρευνα της Washington Post διαπίστωσε ότι περισσότερα από 500 πρώην στελέχη του Πενταγώνου, συμπεριλαμβανομένων πολλών υψηλόβαθμων στρατηγών και ναυάρχων, συνέχισαν να εργάζονται για ξένες κυβερνήσεις γνωστές για πολιτική καταστολή και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Μόνο πέρυσι, οι αμυντικές βιομηχανίες που συνεργάζονται με το Πεντάγωνο ξόδεψαν σχεδόν 138 εκατ. δολ. για λόμπι και είχαν 905 εκπροσώπους τους να εργάζονται για λογαριασμό τους, σύμφωνα με το OpenSecrets.

Με άλλα λόγια, αναλογούν δύο λομπίστες για κάθε πολιτικό στο Κογκρέσο και περισσότεροι από 600 από αυτούς προηγουμένως εργάζονταν στο Πεντάγωνο, στο Κογκρέσο ή στην Εκτελεστική Επιτροπή.

«Όλα τα παραπάνω αφορούν χρήματα και θέσεις εργασίας, όχι τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής αμυντικής στρατηγικής ή την αγορά οπλικών συστημάτων που είναι κατάλληλα για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής» αναφέρουν οι Ουίλιαμ Χάρτουνγκ και Μπεν Φρίμαν.