Το αν μπορεί ή δεν μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα στην ελληνική οικονομία το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα το μάθουμε σύντομα. Από το πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση κυρίως και η αντιπολίτευση δευτερεύοντως σε δύο πολύ κοντινές ανακοινώσεις που περιμένουμε από την Κομισιόν.
Στις 19 Ιουνίου θα παρουσιαστεί το εαρινό πακέτο συστάσεων προς τα κράτη-μέλη μαζί με την έκθεση αξιολόγησης στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας της ελληνικής οικονομίας που θα λέει πού βρισκόμαστε και τι πρέπει να προσέξουμε για να βελτιωθούμε ενόψει της προετοιμασίας των προϋπολογισμών του 2025. Αρα είναι βέβαιο ότι θα βρεθούμε με μια λίστα δεσμεύσεων και αυτών που παλιά αποκαλούσαμε προαπαιτούμενα.
Δύο μέρες μετά, στις 21 Ιουνίου, οι υπηρεσίες της Κομισιόν θα ενημερώσουν τη χώρα για τα όρια αύξησης των δαπανών της για την επόμενη χρονιά. Το περίφημο ταβάνι δαπανών. Για φέτος, πρώτη χρονιά εφαρμογής του μέτρου, οι δαπάνες δεν μπορούν να αυξηθούν πάνω από 2,6% σε σχέση με τις δαπάνες του 2023. Για του χρόνου το αντίστοιχο ποσοστό δεν θα μπορεί να ξεπεράσει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2,8%-3% των φετινών. Το ποσοστό που θα ανακοινωθεί εκτιμάται ότι θα είναι υψηλότερο λόγω της μεγαλύτερης ανάπτυξης που θα πετύχουμε φέτος. Το μέτρο που τέθηκε σε ισχύ για να μας προστατέψει από τον εαυτό μας, αλλά και από πολιτικές τρέλες που μπορεί να προκύψουν, ορίζει ότι οι δαπάνες εξαιρουμένων των τόκων δεν θα πρέπει να αυξηθούν από το ποσοστό που έχει οριστεί ετησίως. Αρκεί μάλιστα παραβίαση αυτού ορίου μόλις κατά 0,5% για να τεθεί μια χώρα σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, σαν αυτή που βρισκόταν η Ελλάδα για σχεδόν μια δεκαετία. Αρα δεν υπάρχει περιθώριο να «παίξουμε» με αυτό και αν το επιλέξουμε είναι σαφές ότι θα το πληρώσουμε.
Αν τώρα η κυβέρνηση, η οποία προεκλογικά έκανε το λάθος να μη θέσει με σαφήνεια τα οικονομικά διακυβεύματα, νιώσει ότι απειλείται, έχει δύο ξεκάθαρες επιλογές. Η μια είναι αυτή της κοινής λογικής. Να κλείσει τα αφτιά στις φωνές της αντιπολίτευσης και μέρους της κοινωνίας, εντείνοντας τις προσπάθειές της για την προώθηση μιας νέα γενιάς μεταρρυθμίσεων με στόχο ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη, επιμένοντας στο αυστηρά συμφωνημένο με την Ευρώπη δημοσιονομικό πλαίσιο, με την προοπτική της μελλοντικής μεγέθυνσης των εισοδημάτων.
Η δεύτερη είναι μια επιλογή μεγαλύτερου ρίσκου ως προς τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις και κυρίως ως προς τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της χώρας. Να δηλώσει για παράδειγμα η κυβέρνηση ότι «έλαβε το μήνυμα» και να αρχίσει να συζητεί μέτρα άμεσης απόδοσης (κυρίως εκλογικής), ανοίγοντας ξανά έναν νέο κύκλο παροχών, ενδεχομένως και οπισθοχώρησης σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που επιχειρείται να εφαρμοστούν και προκαλούν αντιδράσεις ακόμα και στο δικό της ακροατήριο.
Για όποιον έχει την αίσθηση ότι μοναδικός κριτής των επιλογών μας θα είναι οι ευρωπαϊκές Αρχές είναι γελασμένος. Ο μεγαλύτερος και αυτός που θα μας κάνει να το πληρώσουμε σε περίπτωση που έστω και «κλείσουμε το μάτι» στη δεύτερη επιλογή θα είναι οι αγορές…