Πριν από την 7η Οκτωβρίου δύσκολα, σίγουρα, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι μια επικοινωνιακή καμπάνια, η όποια καμπάνια, θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο τέτοιου μίσους. Πόσω δε μάλλον μια καμπάνια η οποία απλώς θα προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη για το δράμα ανθρώπων που είχαν πέσει θύματα απαγωγής στη διάρκεια μιας τρομοκρατικής επίθεσης και, φυσικά, των συγγενών τους. Θύματα ηλικίας από μερικών μηνών μέχρι και υπερήλικοι. Κι όμως, οι εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου μέσα από τηλεοπτικά δίκτυα και το Internet, εικόνες οι οποίες παρουσίαζαν ανθρώπους όλων των ηλικιών να σκίζουν τις αφίσες αυτές χαμογελώντας σαδιστικά στον φακό που τους απαθανάτιζε, έγιναν πια μέρος της ζωής μας και μιας ειδεχθούς πραγματικότητας βασισμένης στην άγνοια, την παραπληροφόρηση και τον φανατισμό, η οποία δεν είναι ξένη προς την εποχή μας ούτε και έχει ένα μόνο χρώμα ή ιδεολογία.

Η καμπάνια αυτή έχει μια ιδιαίτερη ιστορία. Δεν είναι, όπως ίσως να φαντάζεται κανείς, μια ιδέα η οποία επινοήθηκε σε κάποια συνεδρία επιτελικών κάποιου υπουργείου στην Ιερουσαλήμ μαζί με διαφημιστές αλλά προήλθε από μια γραφίστρια και ιδιοκτήτρια ενός μπουτίκ διαφημιστικού οίκου, την Ταλ Χούμπερ από την πόλη Γιάβνε κοντά στο Τελ Αβίβ. Την είχα διακρίνει στις εκδηλώσεις των συγγενών των αγνοουμένων να περιφέρεται κρατώντας μια κορνίζα, ομοίωμα των αφισών για τους απαχθέντες και τους αγνοουμένους, και δέχτηκε πρόθυμα να μου αφηγηθεί στην αυλή του σπιτιού της την ιστορία αυτής της καμπάνιας, η οποία σίγουρα, πολύ σύντομα, θα διδάσκεται σε σχολές μάρκετινγκ πανεπιστημίων σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το Σαββατοκύριακο της 7ης Οκτωβρίου ήταν ένα σοκ πρωτόγνωρο για όλους τους Ισραηλινούς, το ίδιο βέβαια και για την Ταλ, η οποία θυμάται ότι το πέρασε τρομαγμένη αλλά κυρίως αμήχανη, αδυνατώντας να βρει απάντηση στο ερώτημα τι έπρεπε αλλά και τι μπορούσε να κάνει. Κάποια στιγμή, αφηγείται, πρόσεξε στο Facebook ένα μήνυμα που είχε αναρτήσει ένα ζευγάρι ισραηλινών καλλιτεχνών, η Νιτσάν Μιντζ και ο σύντροφός της Ντέντε Μπαντάιτ, οι οποίοι διαμένουν στη Νέα Υόρκη. Εγραφαν πως ένιωθαν απελπισμένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν με την κατάσταση στο Ισραήλ και παρακαλούσαν όποιον ήθελε να σκεφτούν μια κοινή δράση.

Η Ταλ έστειλε μήνυμα και σύντομα οι τρεις βρίσκονταν μαζί σε βιντεοκλήση. Κατέληξαν ότι το καλύτερο θα ήταν μια καμπάνια για τους ομήρους, εξηγεί η Ταλ, η οποία και ανέλαβε να την προσαρμόσει ως η επαγγελματίας, ώστε το μήνυμα να περάσει όσο καλύτερα γινόταν.

Ερευνώντας το, ανακάλυψε πως στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’70 όταν χανόταν ένα παιδί και ελλείψει άλλων τρόπων επικοινωνίας η φωτογραφία του τυπωνόταν στις πρώτες συσκευασίες γάλακτος, έτσι που να μπορούν να το βλέπουν μικροί και μεγάλοι και το μήνυμα «Χάθηκε» πάνω από τη φωτογραφία να δίνει εύκολα και γρήγορα την πληροφορία. Σε αυτή τη λογική κινήθηκε και η ισραηλινή γραφίστρια φτιάχνοντας τις πρώτες αφίσες. «Το υλικό το βρήκαμε από το Internet, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» εξηγεί και προσθέτει ότι στην αρχή ήταν παράξενο γιατί έκανε κάτι που ποτέ δεν θα διανοούνταν να κάνει στη δουλειά της, να «κλέψει» δηλαδή φωτογραφίες από το Internet. Δείχνοντάς μου τις πρώτες εκείνες αφίσες η Ταλ μού εξήγησε ότι καμία από αυτές δεν είχε όνομα, καθώς δεν ήξεραν πώς ονομάζονταν οι περισσότεροι αλλά δεν μπορούσαν να περιμένουν. Στη συνέχεια και αφού το γραφείο της μετατράπηκε σε γραφείο της καμπάνιας, όταν έβρισκαν ένα όνομα το έβαζαν και εκεί όπου δεν ήξεραν την ηλικία την υπέθεταν και την έβαζαν στο περίπου.

Τα πρώτα πόστερ ετοιμάστηκαν, ο Ντέντε και η Νιτσάν τα κατέβασαν και τα τύπωσαν σε ένα μαγαζί στη Νέα Υόρκη. Αρχικά προσέγγισαν Εβραιοαμερικανούς σε συγκεντρώσεις αλληλεγγύης προς το Ισραήλ, οι πλείστοι όμως δεν έδειχναν να πιστεύουν ότι μπορούσε να προκύψει κάτι από την ιδέα αυτή. Ετσι άρχισαν να κολλούν τα πόστερ όπου μπορούσαν. Η Ταλ θυμάται πως εκείνο το βράδυ της αφισοκόλλησης στη Νέα Υόρκη ο Ντέντε και η Νιτσάν τής είπαν πως έκαναν ό,τι μπορούσαν όλη τη μέρα και αργά πήγαν για ύπνο.

«Αυτό που έγινε την επομένη ήταν απίστευτο» θυμάται. Η Νέα Υόρκη ξύπνησε στη θέα των αφισών, ο κόσμος ρωτούσε πώς μπορούσε να βοηθήσει, οι δε φωτογραφίες τους οι οποίες είχαν μπει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να γίνονται share και να αποστέλλονται από αμέτρητα άτομα. Σε διάστημα ωρών η καμπάνια «βγήκε» από τη Νέα Υόρκη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αμερική και ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι συγγενείς, λέει οι Ταλ, έψαχναν να βρουν τους δημιουργούς της προκειμένου να τους δώσουν φωτογραφίες των δικών τους, τα ονόματά τους, όποια στοιχεία ήθελαν. Φτιάξαμε έναν φάκελο για την κάθε περίπτωση, εξηγεί η Ταλ, και εκεί αποθηκεύαμε όσο πιο πολλά στοιχεία μπορούσαμε. Δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων και οι εθελοντές μας έμπαιναν συνεχώς στους φακέλους προσπαθώντας να δώσουν όσο πιο πολλά στοιχεία μπορούσαν. «Θυμάμαι πια τις περιπτώσεις μία προς μία» λέει. «Αν μου πεις το όνομα, θα σου πω την ιστορία, τι έκανε στη ζωή του, στη ζωή της, πού χάθηκε, ποιοι συγγενείς χάθηκαν και ποιοι έμειναν πίσω. Θυμάμαι πια τα πάντα». Οι εθελοντές πέρασαν μήνες ολόκληρους εμπλουτίζοντας τα δεδομένα.

Τι ήταν το δυσκολότερο; ρώτησα κάποια στιγμή. «Η ώρα που μαθαίναμε ότι κάποιος είχε ταυτοποιηθεί» εξηγεί «και έπρεπε να αφαιρέσουμε τον φάκελο, να αλλάξουμε το πόστερ και να αντικαταστήσουμε το “Χάθηκε” με το “Δολοφονήθηκε” στην αφίσα. Η ώρα που έπρεπε να δεχθούμε την απώλεια και να αφήσουμε την ελπίδα».

Κάπου αργότερα η καμπάνια άρχισε να προσελκύει εθελοντές, τα πόστερ μπήκαν online και όποιος ήθελε μπορούσε να τα κατεβάσει, να τα τυπώσει και να τα μοιραστεί. Το κράτος ήρθε αρωγός, δωρητές προσφέρθηκαν να καλύψουν τα έξοδα για διαφημιστικές πινακίδες και βαν με οθόνες, έτσι που αναπληρώνεται η ζημιά από το σκίσιμο στην καμπάνια και τα άλλα είναι πια Ιστορία. Μια πικρή ιστορία βαρβαρότητας και απανθρωπιάς, η οποία όμως ειπώθηκε από τρεις ανθρώπους και έφτασε έτσι σε κάθε γωνιά της Γης.