Το σημαντικότερο στοιχείο, κατά τη δική μου αξιολόγηση, από όσα νέα προέκυψαν από την κάλπη της Κυριακής, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον θυμόμασταν, τελείωσε. Αυτό ήταν. Και είναι σημαντικότερο όχι μόνο για τους προφανείς ιστορικούς λόγους, αλλά και για τον λόγο ότι η διαπίστωση δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί, καθώς τα νούμερα δεν επιτρέπουν καμία ελπίδα. Με 2,45%, η Νέα Αριστερά (ΝΑΡ-2) καταγράφεται χαμηλότερα και από τον Βαρουφάκη. Η πανωλεθρία της είναι ήττα για την πολιτική και ιδεολογική κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ (δηλαδή της σύγχρονης μετεξέλιξης του ΚΚΕ εσ.), εν μέρει και για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, εκ των πραγμάτων. Γιατί, αν η κληρονομιά του, εκτιμάται μόνο από το 2,45%, εξασθενεί η οποιαδήποτε προοπτική επανόδου.
Για τον Τσίπρα, ειδικά, η μόνη διέξοδος είναι η σταδιοδρομία στο εξωτερικό και μάλιστα χωρίς ξένες γλώσσες. Δύσκολα πράγματα, δηλαδή. Υποχρεώνεται να γίνει ένας πολιτικός μετανάστης και αυτό είναι ίσως μια μορφή ποιητικής δικαιοσύνης ή θείας δίκης, πείτε όπως προτιμάτε, με την έννοια ότι οι πολιτικές του οδήγησαν τόσους νέους στο εξωτερικό για την αναζήτηση εργασίας. Του αξίζει λοιπόν να πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα. Η ειρωνεία μάλιστα πικρίζει ευχάριστα στη γεύση, αν σκεφτούμε ότι εκείνοι τους οποίους έδιωξε από τη χώρα ήταν κατά τεκμήριο οι καλύτεροι, ενώ αυτός ο καημένος…
Το δεύτερο σημαντικότερο και εξίσου ασφαλές ως διαπίστωση είναι η κακή επίδοση όλων των κομμάτων που θεωρητικά τουλάχιστον έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν θέση στο Κέντρο: η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη και το ΠΑΣΟΚ. Αυτό είναι κάτι καλό και χρήσιμο. Δεν είναι απλή σφαλιαρίτσα, για κανένα από τα τρία κόμματα· δεν είναι όμως ούτε σφαλιάρα, από κείνες που σε παίρνουν και σε σηκώνουν. Ηταν ό,τι πρέπει για να σφίξουν τα λουριά και να ανασκουμπωθούν. Ας τα πάρουμε λοιπόν με τη σειρά.
Η κυβέρνηση, κατ’ αρχάς, οφείλει να αντιληφθεί ότι η απουσία αντιπάλου δεν σημαίνει διά βίου εξασφάλιση, όπως η δουλειά στο Δημόσιο. Αντιθέτως, η απουσία αντιπάλου κάνει τους πολίτες να συγκρίνουν την κυβέρνηση με τον καλύτερο εαυτό της. Η απουσία αντιπάλου δεν μετριάζει λοιπόν τις απαιτήσεις των πολιτών, αλλά τις ενισχύει και τους κάνει αυστηρότερους στην κρίση τους. Μόνος σου παίζεις, σου λέει. Αντίπαλο έχεις; Δεν έχεις. Ε, βάλε το ρημάδι το γκολ να ησυχάσουμε! Αυτή είναι περίπου η λογική. Οχι όμως ότι ήταν μόνο αυτό. Η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση που εκφράστηκε με το εκλογικό αποτέλεσμα έχει πολλά πρόσωπα: τα Τέμπη, η ακρίβεια, ο γάμος των ομοφύλων, η αποτυχία στη δημόσια τάξη κ.λπ. Ο καθένας με τον οποίο θα μιλήσετε θα σας πει το δικό του και είμαι βέβαιος ότι όλα μαζί ισχύουν. Το μήνυμα για την κυβέρνηση, όπως το καταλαβαίνω, είναι ότι οι αποτυχίες συγχωρούνται από το εκλογικό σώμα, εφόσον υπάρχουν και επιτυχίες για να τις αντισταθμίζουν· η στασιμότητα όμως οδηγεί μόνο στη φθορά.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τον Κασσελάκη και, επομένως, μακροπρόθεσμα δεν τον σώζει. Εξουδετερώνει, όμως, τους εσωτερικούς αντιπάλους του, δηλαδή τους συριζαίους που δεν έφυγαν μαζί με τους άλλους, αλλά έμειναν για να περιμένουν. Ο Στέφανος επιβεβαιώνει τη θέση του, αλλά αποδυναμωμένος, κυρίως λόγω της κρίσης επιδειξιομανίας που τον έπιασε προεκλογικά. Οι διαφορές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν, η ιδεολογική αβεβαιότητα, δηλαδή, παραμένει και αυτό σημαίνει ότι, μεσοπρόθεσμα, αναμένεται ένταση. Το μόνο που προστατεύει τον Κασσελάκη είναι η εριστικότητα του χαρακτήρα του, που εγγυάται ότι θα το κάνει Κούγκι στην Κουμουνδούρου, αν απειληθεί. Επίσης και η διαφορά – μικρή μεν, πλην διακριτή – από το ΠΑΣΟΚ. (Προσωπικώς, χαίρομαι πολύ, γιατί αν χάσουμε τον Στέφανο δεν ξέρω πώς θα βγάλω το καλοκαίρι…)
Η επίδοση του ΠΑΣΟΚ δεν εκπλήσσει: είναι γκρίζα όσο και η ηγεσία της. Λυπάμαι, παιδιά, αλλά αυτό είναι… Βέβαια, από το ΠΑΣΟΚ σημείωναν (με νόημα, όπως θα έλεγε ένας σωστός δημοσιογράφος) ότι το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη είναι το μόνο κόμμα που αυξάνει σταθερά τη δύναμή του στις εκλογές. Ναι, αλλά πολύ αργά.
Με τέτοιον ρυθμό, θα χρειαστούν 20 εκλογές για να γίνει κόμμα εξουσίας το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή κάπου 40 χρόνια, αν στήνουμε τις κάλπες ανά διετία. Μέχρι τότε, βέβαια, ο πρόεδρος θα έχει μάθει τέλεια αγγλικά, αρκετά καλά γαλλικά και, ελπίζω, λίγα γερμανικά. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι απειλείται άμεσα από κανέναν. Φαντάζεστε, ας πούμε, τη Νάντια Γιαννακοπούλου να ανατρέπει την κατάσταση ή μήπως τον Παύλο Γερουλάνο; Γιατί όχι τον Νικόλαο των Παπανδρέου;
Ως εδώ όμως για σήμερα, παρακάτω συνεχίζουμε αύριο…