Πριν από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο συγγραφέας Ολεκσάντερ Μικντ, τότε 33 ετών, και η σύζυγός του, Ολένα, είχαν μια αξιοζήλευτη ζωή. Το 2018 είχαν αγοράσει ένα τριώροφο αρχοντικό σε ένα προάστιο του Κιέβου. Τα Σάββατα, έβγαιναν για brunch και βόλτα με τη σκυλίτσα τους, τη Λίζα, στο δάσος.

Μόλις δύο χρόνια αργότερα, συναντώ τον Μικντ σε ένα καφέ κοντά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Κιέβου. Αργεί λόγω συναγερμού αεροπορικής επιδρομής. Φτάνει, φορώντας μια κουκούλα και ένα cargo παντελόνι, φαίνεται χλωμός και κουρασμένος. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στις ένοπλες δυνάμεις μόλις ξεκίνησε η εισβολή. Δεν του επιτρέπεται να μου πει τίποτα για την υπηρεσία του, εκτός από το ότι μόλις επέστρεψε έπειτα από μια εξαντλητική άσκηση 40 ημερών. Αυτό που μπορεί να μου πει είναι ότι η παλιά του ζωή έχει χαθεί οριστικά.

«Αυτή θα έπρεπε να είναι μια “αντρική” φωτογραφία, αλλά λατρεύω το καπέλο μου», σχολιάζει ο Ολεκσάντερ Μικντ σε αυτή τη φωτογραφία από τους πρώτους μήνες της θητείας του

«Ζω με την αίσθηση ότι δεν έχω παρελθόν και ότι δεν έχω μέλλον. Νιώθω ότι οι αναμνήσεις μου δεν μου ανήκουν», λέει. Δεν ξέρει καν πόσο χρονών είναι, λέει. Είναι 36 ετών. Ο πόλεμος τον έκανε να νιώθει ταυτοχρόνως και πολύ μεγαλύτερος και πολύ νεότερος.

Η αρχή μιας άλλης ζωής

Στους μήνες που προηγήθηκαν της εισβολής της Ρωσίας, το πέπλο της κανονικότητας είχε ήδη αρχίσει να γλιστράει. Στις 18 Δεκεμβρίου 2021 εξοπλίστηκε με power bank, μαχαίρι, τσεκούρι, έναν φακό κεφαλής, λυοφιλοποιημένα τρόφιμα και ένα κουτί πρώτων βοηθειών. Στα μέσα Φεβρουαρίου, για πρώτη φορά στη ζωή του άγγιξε όπλο και με τη σύζυγό του έκαναν μερικές ώρες εκπαίδευσης για το πώς να συναρμολογήσουν και να αποσυναρμολογήσουν ένα Καλάσνικοφ.

Και μετά ήρθε η 24η Φεβρουαρίου. «Υπήρχαν ελικόπτερα και η μυρωδιά της πυρίτιδας στον αέρα. Αυτή η μυρωδιά της πυρίτιδας: ως συγγραφέας συνειδητοποιείς ότι αυτή είναι μια λεπτομέρεια που δεν μπορούσες να επινοήσεις», λέει. Οι Ρώσοι μάχονταν για το αεροδρόμιο λίγα μίλια μακριά από το σπίτι τους. Προσπάθησε να πείσει τους γονείς του να φύγουν από το διαμέρισμα στο οποίο είχαν μετακομίσει πρόσφατα, σε μια κοντινή καταπράσινη πόλη. Αρνήθηκαν και έμειναν στο σπίτι. Εκείνο το βράδυ, ο Μικντ και η Ολένα έφυγαν για την πόλη Τσερνιβίτσι στα νοτιοδυτικά της χώρας.

Μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, η ζωή τους είχε αλλάξει τελείως. Το σπίτι στο Γόστομελ καταστράφηκε. Κατατάχτηκε στον στρατό. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με σκόρπια πτώματα αμάχων. Ανάμεσα στους νεκρούς βρίσκονταν κι αγαπημένοι του φίλοι. Κι όλα αυτά είναι μερικά μόνο από όσα περιγράφει στο νέο του βιβλίο «Η γλώσσα του πολέμου».

«Δεν είναι φυσιολογικό κανένας συγγραφέας από τη γενιά μου να ξέρει να γράφει ρέκβιεμ και μοιρολόγια για φίλους και συναδέλφους συγγραφείς. Ξέρω πώς να το κάνω, αλλά δεν θέλω πλέον», λέει.

«Τεράστια οργή»

«Η γλώσσα του πολέμου» χαρτογραφεί τον πρώτο χρόνο της εισβολής της Ρωσίας για να διατηρήσει το «τεράστιο αίσθημα οργής» του συγγραφέα, όπως υποστηρίζει ο ίδιος. Διασκορπίζοντας θραύσματα από το εκρηκτικό παρελθόν του μέσα από τη βάναυση πραγματικότητα ενός σκληρού βίαιου παρόντος, συνδέει «τι συμβαίνει σε μένα, τι συμβαίνει στην οικογένειά μου, τι συμβαίνει στους φίλους μου» με την ευρύτερη ιστορία τού «τι συμβαίνει στη γενιά μου, τι συμβαίνει στη χώρα». Θέλει το βιβλίο να είναι «μια χρονοκάψουλα για τον εαυτό μου, ώστε να ξέρω πού βρέθηκα, όταν σε πέντε ή δέκα χρόνια η οργή μου δεν θα είναι τόσο έντονη. Και θέλω να είναι αιχμηρό».

Η οργή του Μικντ είναι επική, ομηρική. Η εισβολή της Ρωσίας είναι γενοκτονική, υποστηρίζει. Υποδεικνύει τη χρήση βομβών φωσφόρου. Την απαγωγή χιλιάδων παιδιών. Τη μαζική δολοφονία αμάχων. Η οργή του δεν είναι μόνο εναντίον του Πούτιν αλλά εναντίον των Ρώσων – «γιατί αυτός δεν είναι ο πόλεμος του Πούτιν. Αυτός είναι ένας πόλεμος που διεξάγεται από ολόκληρο το ρωσικό έθνος και όλους τους ανθρώπους που έρχονται εδώ για να διαπράξουν εγκλήματα πολέμου». Και προσθέτει: «Συνειδητοποίησα ότι στην πραγματικότητα υπήρχε μόνο ένας μηχανισμός που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να αντιμετωπίσω αυτή την πραγματικότητα: έπρεπε να γράψω. Αυτές οι σύντομες, ταραχώδεις παράγραφοι αντηχούν “το πώς αναπνέω”». Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, λέει, για περίτεχνη πεζογραφία. «Προσπαθώ να επιβιώσω, δεν προσπαθώ να σκέφτομαι τα σπουδαία. Δεν προσπαθώ να επινοήσω κάποιο είδος νέας τέχνης. Προσπαθώ να φτιάξω ένα ντοκουμέντο για μια σφαγή». Οσο για το μέλλον; «Δεν ξέρω πότε θα έρθει. Αλλά για όσους επιβιώσουν, το μέλλον θα είναι λαμπρό. Το θέμα είναι πώς να μείνεις ζωντανός».