Ο Ντόναλντ Ρέιφιλντ, στο βιβλίο του «Οι δήμιοι του Στάλιν», σημειώνει και όχι άδικα, ότι το πιο συνηθισμένο λάθος των αντιπάλων του Στάλιν ήταν να υποτιμήσουν το πόσο διαβασμένος ήταν.
Ο Τζέφρι Ρόμπερτς, ομότιμος καθηγητής στο University College Cork, στο νέο του βιβλίο «Η βιβλιοθήκη του Στάλιν: Ενας δικτάτορας και τα βιβλία του», εξερευνά την πνευματική βιογραφία του Ιωσήφ Στάλιν μέσα από το πρίσμα της προσωπικής του βιβλιοθήκης.
Ο δικτάτορας δεν κρατούσε ημερολόγιο ούτε άφησε απομνημονεύματα, ως εκ τούτου η προσωπική του βιβλιοθήκη προσφέρει ένα μοναδικό παράθυρο στη σκέψη του.
Ο Στάλιν ήταν μανιώδης αναγνώστης. Πίστευε πολύ στη δύναμη των λέξεων. Επαιρνε τα βιβλία τόσο σοβαρά όσο και την εκκαθάριση πραγματικών και φανταστικών εχθρών του.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο Στάλιν διάβαζε πολύ για να μάθει να εφαρμόζει τις ιδέες στη δημιουργία του νέου κράτους και να το προστατεύει από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους.
Τι διάβαζε
Του άρεσε πολύ η ιστορία και σεβόταν βαθύτατα τον Λένιν. Ο Στάλιν είχε διαβάσει Λένιν περισσότερο από οποιονδήποτε συγγραφέα ενώ όπως αποκαλύπτουν οι σημειώσεις του (πομέτκι), υπήρξε συστηματικός αναγνώστης των πιο μισητών αντιπάλων του όπως ο Τρότσκι και άλλοι.
Εδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα απομνημονεύματα του Μπίσμαρκ, ενδεχομένως γιατί ο Μπίσμαρκ ήταν ρεαλιστής και προειδοποιούσε συνεχώς ενάντια στον κίνδυνο εμπλοκής της Γερμανίας σε έναν διπλό πόλεμο κατά της Ρωσίας και των δυτικών δυνάμεων.
Πολλές φορές τα αναγνώσματά του διαμόρφωσαν τις πράξεις του.
Ο Στάλιν μπορεί να ευθύνεται για τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων αλλά όπως αποκαλύπτουν τα ρωσικά αρχεία δεν ήταν τρελός. Ηταν ένας ευφυής, άκαμπτος ιδεολόγος, καχύποπτος, έτοιμος να θυσιάσει οικογένεια, φίλους, εχθρούς, κουλάκους, συντρόφους Μπολσεβίκους, ιμπεριαλιστές, τροτσκιστές παρεκκλίνοντες και εκατομμύρια απλούς σοβιετικούς πολίτες στον βωμό των δογμάτων του.
Για τον Ρόμπερτς, το κλειδί για την κατανόηση της ικανότητας του Στάλιν για μαζικές δολοφονίες είναι «κρυμμένο σε κοινή θέα: η πολιτική και η ιδεολογία του ανελέητου ταξικού πολέμου για την υπεράσπιση της επανάστασης και την επιδίωξη της κομμουνιστικής ουτοπίας».
Ο Στάλιν ήταν αδίστακτος, σκληρός και δεν συγχωρούσε την προδοσία ενώ χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να ενισχύσει το καθεστώς του, ακόμα και την ιστορική αποκατάσταση των Τσάρων.
Στα τέλη του 1940, το κόμμα ξεκίνησε εκστρατεία «αποκατάστασης της πραγματικής εικόνας του Ιβάν Δ’ στη ρωσική ιστορία, η οποία «είχε αλλοιωθεί από την αριστοκρατική και την αστική ιστοριογραφία». Το ξέσπασμα του πολέμου έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία αποκατάστασης του Ιβάν.
Ο Ρόμπερτ Βίπερ με το βιβλίο του «Ιβάν ο Τρομερός», συνετέλεσε στην αποκατάσταση της φήμης του Ιβάν. Σημειωτέον, ο Βίπερ δεν ήταν καν μαρξιστής, ούτε υποστηρικτής των Μπολσεβίκων. Ομως ο Στάλιν εκτιμούσε βαθιά το έργο του και ενέταξε το βιβλίο του για την Ιστορία του Μεσαίωνα στην ύλη της ανώτερης κομματικής σχολής προπαγάνδας.
Ο Αλεξέι Τολστόι, ανέλαβε την ιστορική αποκατάσταση του Μεγάλου Πέτρου. Το βιβλίο του κέρδισε το βραβείο Στάλιν το 1941.
Η κληρονομιά των Τσάρων χρησίμευσε ως μέσο ενίσχυσης τους καθεστώτος. Για τον Στάλιν η ιστορία της Ρωσίας ήταν ένα εύπλαστο εργαλείο που επιβεβαίωνε τις δικές του πολιτικές.
Οι παραλληλισμοί μεταξύ των χρόνων της Μεγάλης Εκκαθάρισης (1936-1938) και της περιόδου της Οπρίτσινα (Εξαίρεση) είναι προφανείς. Σύμφωνα με τον Στάλιν, οι δυνάμεις της Οπρίτσινα ήταν προοδευτικές και ο Ιβάν βασίστηκε σε αυτές για να ενώσει τη Ρωσία σε ένα ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος, απέναντι στους φεουδάρχες και τους πρίγκιπες που ήθελαν να την κατακερματίσουν. Ο Ιβάν ήταν βάναυσος αλλά η βαναυσότητα οφείλονταν στους βογιάρους και τους πρίγκιπες, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν για τη Ρωσία, ούτε αισθάνονταν ευθύνη απέναντί της.
Πέραν αυτού, η ιστορική αποκατάσταση του Ιβάν και του Πέτρου αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης μετατόπισης στην εσωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης μεταξύ των πολέμων, που γεννήθηκε από την ανάγκη να δημιουργηθούν εθνικοί ήρωες για να δημιουργήσουν μια ισχυρή αίσθηση εθνικής ταυτότητας.
Οι σημειώσεις του Στάλιν, μαζί με άλλες πληροφορίες για τη βιβλιοθήκη του, αποκαλύπτουν λεπτομέρειες του εσωτερικού του κόσμου καθώς και τη δύναμη των λέξεων που παρακίνησαν τις σκέψεις και τις δράσεις του.
Οπως σημειώνει ο Ρόμπερτς: «Για να επιστρέψουμε στα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν, μια συλλογή βιβλίων δεν ζωντανεύει τα βιβλία, αλλά τον συλλέκτη τους».