Στις ανακοινώσεις για το ΑΕΠ πρώτου τριμήνου, παραμονές των ευρωεκλογών, υπήρχε ένα στοιχείο που προκάλεσε έκπληξη. Η οικονομία συνολικά κινήθηκε ανοδικά με ρυθμό 2,1%. Από τα μεγέθη όμως που συνέβαλαν στο αποτέλεσμα απουσίαζε ένα «σιγουράκι». Η κατασκευή κατοικιών κατέγραψε πτώση της τάξεως του 14% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Λες και μας περισσεύουν σπίτια, η αγορά νεόδμητων κατοικιών πάτησε φρένο. Σε μια αγορά όπου, όπως είχε εκτιμηθεί στις αρχές του έτους από τους οικονομολόγους της Τράπεζας Πειραιώς, λείπουν περίπου 212.000 κατοικίες, με αποτέλεσμα να καταγράφονται ήδη συμπτώματα «φούσκας» που ξεπερνά το 15%, δεν χτίζονται νέα σπίτια. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που θα περίμενε κανείς. Και αυτό από μόνο του είναι, όπως και να το κάνει κανείς, αξιοπερίεργο. Συνήθως σε μια οικονομία όπου υπάρχει αυξημένη ζήτηση και παρατηρούνται στρεβλώσεις επιβαρύνοντας τα ενοίκια, θα περίμενε κανείς ότι οι κυβερνητικές πολιτικές θα ήταν πιο προσεκτικά στοχευμένες.
Ως γνωστόν, με διάφορα μέτρα, όπως το πρόγραμμα «Κατοικία», η «Χρυσή βίζα» και πολλά προγράμματα επισκευών, η κυβέρνηση έχει κάνει μια ξεκάθαρη επιλογή στρέφοντας την αγορά προς τα μεταχειρισμένα ακίνητα. Το πάγωμα του ΦΠΑ για τα νεόδμητα θεωρήθηκε ότι από μόνο του θα ήταν αρκετό ως μέτρο για να διατηρήσει τη ζήτηση και στα νεόδμητα. Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι δεν αποδίδει ανάλογα, τουλάχιστον όχι την τελευταία διετία. Βασική αιτία αποτελεί το γεγονός ότι «ξέφυγαν» οι τιμές των νεόδμητων, λόγω της αύξησης του κόστους κατασκευής, του προφανούς επηρεασμού των τιμών τους από τις ανατιμήσεις στα παλαιότερα, αλλά και από την αδυναμία των εισοδημάτων ακόμα και εύπορων νοικοκυριών να ανταποκριθούν στον δανεισμό για την απόκτησή τους.
Τους κινδύνους «παράλογης αισιοδοξίας» από την πλευρά των κατασκευαστικών εταιρειών είχε επισημάνει στην ίδια της ανάλυση στις αρχές του έτους η Τράπεζα Πειραιώς, τονίζοντας ότι «οι προσδοκίες για την πορεία των τιμών το επόμενο διάστημα συνεχίζουν να αυξάνονται, την ίδια στιγμή που ο ρυθμός ανόδου των τιμών στην πράξη έχει αρχίσει να επιβραδύνεται». Ολο αυτό έχει προφανή επίδραση στον ρυθμό χτισίματος νέων κατοικιών που αντί να εντείνεται, επιβραδύνει. Με αποτέλεσμα από τις άδειες που έχουν εκδοθεί να μη θεωρείται εντός του έτους ότι μπορούν να μπουν στην αγορά περισσότερα από 29.000 πανάκριβα νεόδμητα διαμερίσματα, όταν η αγορά ζητάει πολλαπλάσια, αλλά σε ηπιότερες τιμές.
Ως αντιστάθμισμα η κυβέρνηση συνεχίζει να ποντάρει στα πολλά κλειστά ακίνητα που, όπως λέει, δεν έχουν ακόμα βγει στην αγορά, ενώ ακόμα δεν έχει καταφέρει να δει πώς θα διαχειριστεί τις χιλιάδες κρατικές πλέον κατοικίες που έχουν περιέλθει στα χέρια της από τις αποποιήσεις κληρονομιάς της προηγούμενης δεκαετίας.
Ολο αυτό το σκηνικό, πέραν της εικόνας γενικευμένης κρίσης που διαμορφώνει επηρεάζοντας όλη την ελληνική κοινωνία, δημιουργεί και την ανάγκη αναθεώρησης των κρατικών πολιτικών. Είναι σαφές ότι μεγάλο μέρος από την αίσθηση ακρίβειας, που έχει αφήσει το πληθωριστικό φαινόμενο στην ελληνική κοινωνία την τελευταία διετία, οφείλεται στο κόστος στέγασης. Και αυτό είναι κάτι που εμφανώς έχει υποτιμήσει η κυβέρνηση…