«Αγαπητοί μου συμπατριώτες. Κατόπιν διαβούλευσης με τον πρωθυπουργό, τον πρόεδρο της Γερουσίας και τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης, αποφάσισα να διαλύσω την Εθνοσυνέλευση. […] Εν πλήρει συνειδήσει, θεωρώ ότι τα συμφέροντα της χώρας απαιτούν την επίσπευση των εκλογών. Είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να ξαναδώσουμε τον λόγο στον λαό, ώστε να μπορέσει να εκφραστεί ξεκάθαρα όσον αφορά την κλίμακα και τον ρυθμό των αλλαγών που πρέπει να γίνουν τα επόμενα πέντε χρόνια».
Είναι 21 Απριλίου του 1997, η τελευταία φορά που προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές στη Γαλλία, το διάγγελμα από το Ελιζέ το απευθύνει ο Ζακ Σιράκ. Οι επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές επρόκειτο κανονικά να γίνουν το 1998, βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή που η προεδρική θητεία διαρκεί επτά χρόνια και η θητεία του κοινοβουλίου πέντε. Ο Σιράκ είναι πρόεδρος της Δημοκρατίας εδώ και δύο χρόνια και διαθέτει στην Εθνοσυνέλευση πανίσχυρη πλειοψηφία. Μόνο που να, ο Αλέν Ζιπέ, ο πρωθυπουργός του, έχει αποδυναμωθεί από αυτή τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που έβγαλε ολόκληρη τη Γαλλία στους δρόμους. Ο Σιράκ θεωρεί πως η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης θα του επιτρέψει να ενισχύσει το πολιτικό κύρος του Ζιπέ. Ενώπιον των τηλεθεατών, αιτιολογεί την επιλογή του επικαλούμενος την ανάγκη να αποκτήσει «μια ανανεωμένη πλειοψηφία με τον απαραίτητο χρόνο για να δράσει», τη στιγμή που προαναγγέλλεται ένα δημοσιονομικό «σφίξιμο της ζώνης» ώστε να προετοιμαστεί η είσοδος της Γαλλίας στο ενιαίο νόμισμα.
«Ποιος μπορεί να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση; Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας», γράφει, την επόμενη μέρα, ο Ζαν-Μαρί Κολομπανί, ο σπουδαίος διευθυντής (1994 – 2007) της Monde, στο κύριο άρθρο της εφημερίδας. «Και πότε; Σχεδόν ανά πάσα στιγμή. Και γιατί; Για όποιον λόγο θέλει. Συνοψισμένα κατ’ αυτόν τον τρόπο από έναν διακεκριμένο συνταγματολόγο, το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 12 του Συντάγματος, το οποίο μόλις χρησιμοποίησε ο αρχηγός του Κράτους, μας επαναφέρει στην πραγματικότητα των θεσμών μας: έχουν σχεδιαστεί ώστε να προστατεύουν έναν και μόνο άνθρωπο· σχηματίζουν γύρω του ένα απόρθητο φρούριο· μπορούν να λειτουργούν κατά πώς θέλει. Η επιχείρηση ανανέωση-εξπρές του Ζακ Σιράκ αποτελεί σίγουρα μια θεσμική καινοτομία: είναι η πρώτη φορά που ένας αρχηγός κράτους χρησιμοποιεί αυτό το προνόμιο για κανέναν άλλον λόγο εκτός από τα τρέχοντα συμφέροντά του. Καμία πολιτική κρίση που πρέπει να επιλυθεί, κανένα εθνικό δράμα που πρέπει να ξεπεραστεί, μόνο η “άνεση” του Προέδρου, σύμφωνα με τα δικά του λόγια».
Μόνο που τελικά, αυτή η «επιχείρηση ανανέωση-εξπρές» καταλήγει σε φιάσκο. Στον δεύτερο κοινοβουλευτικό γύρο, την 1η Ιουνίου, η «πλουραλιστική Αριστερά» του Λιονέλ Ζοσπέν σαρώνει, εξασφαλίζει 312 έδρες στην Εθνοσυνέλευση, έναντι 251 για τη σιρακική πλειοψηφία. Ο Ζακ Σιράκ θα αναγκαστεί να συγκατοικήσει συνολικά πέντε χρόνια με τον Ζοσπέν, η τρίτη κατά σειρά και μεγαλύτερη σε διάρκεια «cohabitation» στην ιστορία της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Θα πει κανείς, άλλες εποχές, άλλες συνθήκες, άλλος πρόεδρος – και σιγά την καταστροφή, ένας κεντροδεξιός πρόεδρος συγκατοίκησε με έναν σοσιαλιστή πρωθυπουργό. Είναι βέβαιο, άλλωστε, πως ο Εμανουέλ Μακρόν δεν «βλέπει» τον εαυτό του ως «Σιράκ το 1997» αλλά περισσότερο ως «ντε Γκωλ το 1968» – όταν η διάλυση της Εθνοσυνέλευση επέτρεψε στους γκωλικούς να αποκτήσουν μόνοι τους την απόλυτη πλειοψηφία μετά τα γεγονότα του Μάη του ’68. Σύμφωνα ωστόσο με τη Monde, ο ίδιος (και το περιβάλλον του) πίστευε επίσης ότι, με τον μεταναστευτικό νόμο που ψήφισε από κοινού με την Ακροδεξιά τον Δεκέμβριο, θα αποδυνάμωνε τη Μαρίν Λεπέν· επιπλέον, μέχρι και πριν από λίγες ημέρες, «διαβεβαίωνε όλο τον κόσμο πως “θα δείτε, τελικά θα πάρουμε ένα 20% – 22%!”» στις ευρωεκλογές, και η ζωή θα συνεχιζόταν, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες αυτό το καλοκαίρι, την επαναλειτουργία της Παναγίας των Παρισίων τον Δεκέμβριο, και έχει ο κοσμικός θεός της Γαλλίας. Το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Μακρόν (φέρεται να) αποκλείει τώρα τον κίνδυνο να κερδίσει η Ακροδεξιά της κοινοβουλευτικές εκλογές, δεν καθησυχάζει κανέναν. Οσο για το σενάριο «καλύτερα δύο χρόνια συγκατοίκησης με τον Μπαρντελά παρά πέντε χρόνια προεδρίας της Λεπέν», η Ιστορία μάς διδάσκει πως η υπόθεση μιας ακροδεξιάς παρένθεσης, πριν από την επιστροφή στην κλασική δημοκρατική ζωή, είναι ένας ευσεβής πόθος. Τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι. Οταν η Ακροδεξιά έρχεται στην εξουσία, κάνει ό,τι μπορεί για να την κρατήσει, εις βάρος της δημοκρατίας.
Θα πει κανείς, ναι, είναι παρακινδυνευμένο το στοίχημα, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Θα ίσχυε αν ο Μακρόν είχε εφαρμόσει μια πολιτική ικανή να εξαλείψει τις ρίζες της ακροδεξιάς ψήφου, που είναι πολύ βαθύτερες από τη «συνήθη ύποπτη» απόρριψη της μετανάστευσης· αν, μετά το «η ψήφος αυτή με υποχρεώνει» που είχε πει τη βραδιά του δεύτερου προεδρικού γύρου, το 2022, δεν είχε αισθανθεί «υπόχρεος» πρωτίστως απέναντι στο δεξιό κομμάτι του εκλογικού του σώματος· αν είχε κάνει ο ίδιος σημαία τα τελευταία επτά χρόνια το «ρεπουμπλικανικό μέτωπο» που τώρα (ξανα)ζητάει. Αν δεν έδινε την εντύπωση ενός κακομαθημένου αγοριού που βαρέθηκε να μην αναγνωρίζεται το μεγαλείο του και αποφασίζει να τα κάνει όλα μπουρλότο.