Ως μοναχοπαίδι μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον γονικής υπερπροστασίας, οπότε μπορώ να πω ότι έχω βαθιά γνώση τού τι μπορεί κάτι τέτοιο να σημαίνει, τουλάχιστον για το παιδί. Για ένα μεγάλο διάστημα στη ζωή μου, χωρίς ποτέ να γίνω άβουλος, υπήρξα αρκετά μαλθακός σε ό,τι αφορά τα διάφορα προβλήματα (μικρά ή μεγάλα) που, αν και όφειλα να αντιμετωπίσω μόνος, η πρωτοβουλία δεν μου επιτρεπόταν και οι γονείς μου ήταν εκείνοι που αναλάμβαναν δράση. Οπότε κι εγώ τι να κάνω; Επαναπαυόμουν.

Βεβαίως, οφείλω να πω ότι ιστορίες όπως αυτή που άκουσα προσφάτως από έναν φίλο ευτυχώς δεν αποτελούν κομμάτι του βιογραφικού μου, παρότι ομολογώ ότι με κάνουν να αναρωτιέμαι για τον χειρισμό που θα ακολουθούσα στην περίπτωση που γινόμουν εγώ πατέρας, κάτι που δεν έχει προς το παρόν συμβεί ούτε και προβλέπεται. Ο φίλος μου κινείται στον τομέα της συμβουλευτικής ψυχοθεραπείας, οπότε έχει επαφές με γιατρούς, με τους οποίους συζητά περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν, φυσικά ανωνύμως, όπως άλλωστε επιβάλλει ο κανόνας δεοντολογίας του ιατρικού επαγγέλματος.

Σύμφωνα με τον φίλο μου, σε μία από τις τελευταίες συζητήσεις του με ουρολόγο φίλο του, ο δεύτερος του εξομολογήθηκε ότι έχει φτάσει σε σημείο απελπισίας γιατί δεν αντέχει άλλο να δέχεται επισκέψεις μητέρων των οποίων οι γιοι αντιμετωπίζουν κάποιο θέμα στύσης και να ακούει από εκείνες «αυτό το “γιατρέ, έχουμε πρόβλημα”». «Εχουμε», όχι «έχει». Σε πρώτο πληθυντικό. Μαθαίνω λοιπόν ότι στη συντριπτική πλειοψηφία της πελατείας τού εν λόγω ουρολόγου (άρα μπορείς να υποθέσεις όχι μόνον εκείνου όπως και όχι μόνο των ουρολόγων) οι μητέρες είναι εκείνες που παίρνουν τον λόγο και σαν να μιλούν για τις ίδιες, μιλούν για λογαριασμό των παιδιών τους χωρίς να αφήσουν τα ίδια τα παιδιά να μιλήσουν για το… δικό τους πρόβλημα! Εκ των πραγμάτων, αυτή η μπερδεμένη συνθήκη μπορεί να φέρει τον γιατρό (τον κάθε γιατρό, όλων των ειδικοτήτων) σε αμηχανία.

Αφήνω κατά μέρος το ότι έχω την αίσθηση ότι η ειδικότητα του ουρολόγου δεν είναι ακριβώς εκείνη που ενδείκνυται σε αυτή την περίπτωση. Σε ποιον όμως τελικά ο οποιοσδήποτε γιατρός θα κάνει τα ερωτήματα που οφείλει να κάνει και από ποιον θα πάρει τις απαντήσεις για να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες που οφείλει να δώσει; Θέλω βεβαίως να πιστεύω ότι καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας το παιδί δεν παραμένει εντελώς άλαλο. Μπορώ ωστόσο να φανταστώ μια μητέρα της εποχής μας να μονοπωλεί την κουβέντα, να μιλά σαν να ξέρει η ίδια (και μάλιστα καλύτερα όχι μόνο από τον γιατρό αλλά από το ίδιο της το παιδί) τι ακριβώς συμβαίνει και να οδηγεί τον γιατρό στην απελπισία που αναφέρθηκε προηγουμένως.

Αυτή η ταύτιση του γονέα με το παιδί του και κυρίως της μητέρας με το αγόρι της δικαιολογείται μόνο μέχρι ενός σημείου. Οταν τα πράγματα αρχίζουν να μπαίνουν στη σφαίρα της υπερβολής, με το παιδί να μην αρθρώνει λέξη για το πρόβλημά του, τότε μπορεί να δημιουργηθεί μια πολύ παράξενη κατάσταση που περισσότερο κακό προκαλεί παρά καλό. Δεν νομίζω ότι με αυτό που λέω ανακαλύπτω την πυρίτιδα, αλλά και πάλι, εφόσον αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε όλοι, πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει σε τέτοια κλίμακα κρίνοντας από τα λεχθέντα του ουρολόγου;

Ολοι γνωρίζουμε φυσικά τι σημαίνει οιδιπόδειο σύμπλεγμα, αλλά δεν θέλω να το προχωρήσω περισσότερο, πρώτον επειδή δεν είμαι αρμόδιος, δεύτερον επειδή κάθε περίπτωση είναι μοναδική και τρίτον επειδή υπάρχει περίπτωση να παρεξηγηθώ. Μπορώ όμως να πω ότι όλα αυτά αρχίζουν από πολύ νωρίς, από τις τάξεις του δημοτικού, αν όχι από το νηπιαγωγείο. Επειδή το σπίτι μου βρίσκεται απέναντι από δημοτικό σχολείο και είναι μονοκατοικία, θέλοντας και μη, αμέτρητες φορές έχω ακούσει μανάδες στο σχόλασμα και ενώ περιμένουν τα παιδιά τους να συζητούν μεταξύ τους: «Εσείς τι έχετε; Αντιγραφή σάς έβαλε; Εμάς μας έβαλε ορθογραφία. Τώρα πάμε να διαβάσουμε». Αυτός ο πρώτος πληθυντικός είναι πράγματι πολύ εκνευριστικός γιατί μπορεί να γίνει εντελώς ακυρωτικός για το παιδί, αγόρι ή κορίτσι, μια ταύτιση που πολύ πιθανόν να τη βρει μεταλλαγμένη με πολύ άσχημο τρόπο στο μέλλον μπροστά του.