Στις ευρωεκλογές ηττήθηκαν όλοι. Ο μεγάλος ηττημένος όμως είναι ο Πρωθυπουργός. Γιατί; Επειδή όλοι οι υπόλοιποι ήταν – και παραμένουν – διεκδικητές. Εκείνος ήταν απόλυτα κυρίαρχος. Και δεν είναι πια. Η εποχή αυτή έχει τελειώσει. Γι’ αυτό η μεγάλη ήττα είναι η δική του. Πώς όμως φαίνεται να «απαντά» εκείνος σε αυτή; «Ανασχηματισμός». Ο,τι κι αν συμβεί ή δεν συμβεί, όταν ένα εκλογικό αποτέλεσμα φέρει το τράνταγμα που βίωσε την Κυριακή ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το επιτελείο και η κυβέρνησή του, είναι ζήτημα λίγων ωρών η συζήτηση να καταλήξει εκεί, ωσάν ο ανασχηματισμός να είναι ικανός να θεραπεύσει πάσα νόσο κοκ…  Τι θα γίνει τελικά παραμένει άδηλο. Πάντως ο χρησμός «το υπουργικό συμβούλιο της Παρασκευής θα γίνει με τη σημερινή του σύνθεση» κάθε άλλο παρά ακυρώνει τη συζήτηση. Ομως, τι πραγματικά σημαίνει αυτό το μόνιμο σχεδόν αντανακλαστικό που διαπερνά οριζόντια και διαχρονικά τους επικεφαλής των ελληνικών κυβερνήσεων;

Η ουσία του ανασχηματισμού έχει ενδιαφέρον. Ομως αυτό ουδέποτε συζητείται παρά το γεγονός ότι πρόκειται για τόσο συχνό και εξίσου ατελέσφορο φαινόμενο. Δεν αναλύεται επειδή αφενός η ουσία χάνεται κάτω από το πολιτικό κουτσομπολιό περί των προσώπων και των δυναμικών που προδίδουν οι όποιες κάθε φορά μετακινήσεις, αλλά και αφετέρου επειδή πάντοτε, με κάποιο τρόπο, καταφέρνει και επικρατεί έστω και για λίγες ημέρες η εντελώς εξωπραγματική, ανόητη αντίληψη ότι κάτι μπορεί να αλλάξει.

Ομως το κύριο στίγμα του ανασχηματισμού είναι ένα: ότι ο πρωθυπουργός ρίχνει αλλού την ευθύνη. Στην ουσία λέει: «Δεν φταίω εγώ, δεν φταίνε οι πολιτικές που έχω ορίσει, δεν φταίνε οι κατευθύνσεις, ούτε τα μεγάλα θέματα, που ξεπερνούν φυσικά τους υπουργούς. Φταίνε τα πρόσωπα που, προφανώς, δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Και γι’ αυτό αλλάζουν». Ο πρωθυπουργός παίρνει κι αυτός βέβαια ένα μερίδιο ευθύνης: ότι δεν έχει φτιάξει καλά τη συνταγή της κυβέρνησής του. Αλλά αυτό είναι πολύ μικρό και ανώδυνο δίπλα σε εκείνο που πραγματικά οφείλει να αναλάβει έπειτα από μία βαριά ήττα.

Αυτή η φυγόπονη «λογική» ξεδιπλώνει πολλά όταν τη βάλει κανείς στο μικροσκόπιο. Πρώτα απ’ όλα, δείχνει ότι ο κάθε πρωθυπουργός που καταφεύγει σε ανασχηματισμό λόγω ενός τέτοιου εκλογικού αποτελέσματος, προδήλως δεν είχε τον πραγματικό έλεγχο της ίδιας της κυβέρνησής του. Δηλαδή αν δεν γίνονταν εκλογές τι; Δεν θα έπαιρνε χαμπάρι ότι οι υπουργοί του «δεν του κάνουν»; Λέει όμως ότι υπάρχουν και χειρότερα: ύστερα από τέτοιες ήττες οι πρωθυπουργοί βλέπουν ξαφνικά το φως και καταλαβαίνουν ότι πρέπει να αλλάξουν την ομάδα τους. Αλλά τελικά όντως την αλλάζουν; Οχι βέβαια. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ανασχηματισμοί είναι ένα παιχνίδι με μουσικές καρέκλες: όποιος πρόλαβε, έκατσε… Ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπαίνουν για πρώτη φορά και με κριτήρια άσχετα με τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες της εκάστοτε κυβέρνησης. Η πιο συνήθης διαδικασία είναι οι μετακινήσεις υπουργών από το ένα υπουργείο στο άλλο, ή η αξιοποίηση του «πάγκου» της ομάδας. Δηλαδή, αυτός που δεν έκανε για το α χαρτοφυλάκιο και φέρει μερίδιο της ευθύνης της ήττας – εξού και ο ανασχηματισμός – τώρα που θα πάει στο β, θα είναι ο εγγυητής της νέας αρχής και της ανάταξης! Οπως και αυτός που ως τότε δεν έκανε για… τίποτα.

Ολα αυτά είναι παιδαριώδη. Και μηδενική έχουν σχέση με τον πραγματικό κόσμο και τα αίτια που οδηγούν ένα κυβερνητικό κόμμα στη συρρίκνωση, και μάλιστα κάθετη, των ποσοστών του. Το σόου του κάθε ανασχηματισμού έχει εμβέλεια το πολύ μιας εβδομάδας, άντε δέκα ημερών. Μετά, η κυβέρνηση βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου βρισκόταν όταν έπαθε το ηλεκτροσόκ – ίσως ακόμα χειρότερα. Πάντως, σίγουρα όχι καλύτερα…  Το τι μπορεί να προσδοκά ο Μητσοτάκης από έναν ανασχηματισμό, το ξέρει ο ίδιος. Αν δηλαδή υποτεθεί ότι το ξέρει και αυτός, κάτι λίαν αμφίβολο. Οφειλε να αντιλαμβάνεται ότι δεν γίνεται οι νίκες να είναι πάντα δικές του και οι ήττες πάντα των άλλων. Συνεπώς, μακράν πιο παραγωγικό θα ήταν να έστρεφε αλλού την κριτική του. Ιδίως μπροστά από έναν καθρέφτη.