Ενας σοβαρότατος κωμικός, ο Ricky Gervais, προτείνει να ξεκολλήσουμε την επιγραφή «Μην το καταπιείτε» από τις μπουκάλες χλωρίνης, να κάνουμε δύο ολόκληρα χρόνια υπομονή και μετά (και μόνο μετά) να ξαναπροκηρύξουμε εκλογές: την ίδια στιγμή που πληροφορούμαστε από τον Patrick Martin, πρόεδρο του MEDEF (ο γαλλικός ΣΕΒ), πως μέχρι το 2050, και για να μη καταρρεύσει, η γαλλική οικονομία θα χρειαστεί 3,9 εκατομμύρια εισαγόμενο εργατικό δυναμικό, παρατηρούμε τη Λεπέν να πετυχαίνει ποσοστά άνω του 60% από κατοίκους ορεινών χωριών που μετανάστες, μόνο στην τηλεόραση έχουν δει. Υπάρχουν περίοδοι στην Ιστορία που αριθμοί, γεγονότα και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία δεν παίζουν τον παραμικρό ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Ζούμε σε μια τέτοια περίοδο.
Ο λαϊκισμός όχι μόνο αντικαθιστά τη σκέψη με το συναίσθημα, αλλά την ενοχοποιεί σαν μια νόθα ενασχόληση των ελίτ σε αντίθεση με το συναίσθημα του λαού που έχει πάντα δίκιο. «Τόσος κόσμος αισθάνεται πως υπάρχει πρόβλημα μεταναστών, άδικο έχει;».
Ναι. Στην τραμπική Αμερική, όπου ο δαρβινισμός θεωρείται απρέπεια, πολύς κόσμος επίσης αισθάνεται πως η γη είναι επίπεδη.
Η εμπιστοσύνη, το δέος που προκαλεί ο πληροφορημένος στον απληροφόρητο αλλοιώνονται σε περιόδους πολιτικής κρίσης όχι τόσο από πολιτικούς που βρίσκονται ξεκάθαρα στα άκρα (Λεπέν, Βελόπουλος, Σμότριχ) όσο από αυτούς που ενώ απολαμβάνουν το κύρος μιας συστημικής παράταξης, κατοχυρώνουν ακραίες θέσεις (Σαρκοζί, Ορμπαν, Νετανιάχου, Σαμαράς). Ο λαός, που διαθέτει αισθητήριο εμπειρογνώμονα οίκου δημοπρασιών, δεν αργεί να προτιμήσει το πρωτότυπο από την απομίμηση.
Η άρνηση οποιασδήποτε ορθολογιστικής πολιτικής πρότασης από τους ψηφοφόρους της Λεπέν (πρώτο θύμα του φασίζοντος όχλου ο ορθολογισμός), για τη συνεχή άνοδο της οποίας ο πρόεδρος Μακρόν φέρει ευθύνες, είναι ένας χείμαρρος, την αναχαίτιση του οποίου πριν από τις επόμενες προεδρικές εκλογές κανείς πλέον δεν πιστεύει δυνατή. Αυτή η βεβαιότητα οδήγησε τον Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές τις οποίες εκτός θαύματος θα χάσει, ελπίζοντας στη διάβρωση του λεπενικού κόμματος μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2027. Ανάβει φωτιά σε έναν διάδρομο του δάσους με την ελπίδα έτσι να σταματήσει την πύρινη λαίλαπα. Διότι πέρα από το απροκάλυπτα φασίζον παρελθόν της (μια απλή αναζήτηση Google τη δείχνει να απολαμβάνει τη φιλική παρέα του WaffenSS Franz Schönhuber, «φίλου του μπαμπά») η Μαρίν Λεπέν, εφαρμόζοντας το πρόγραμμά της, δεν θα χρειαστεί πάνω από έναν χρόνο για να καταστρέψει την οικονομία της 6ης παγκόσμιας δύναμης: αύξηση 10% του κατώτερου μισθού με παράλληλο αποκλεισμό από την αγορά εργασίας ξένου εργατικού δυναμικού, τέτοιες φιλοδοξίες πλέον ούτε το κομμουνιστικό κόμμα δεν έχει.
Η προεδρική αντίδραση έχει κάτι το μυθιστορηματικό, θυμίζοντας τον περίφημο πολιτικό κυνισμό του Μιτεράν, από τον οποίο ο Μακρόν έχει πάρει πολλά. Και αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, θα ξενύχταγα πάνω του. Είμαστε όμως στην πραγματικότητα. «Το ότι είναι φασιστάκια είναι το λιγότερο, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να δουλέψουν μια πιτσαρία», παρατήρησε ένας καλός φίλος. Κάπου εκεί βρισκόμαστε. Ανταλλάσσουμε καλαμπουράκια, χαρακτηριστικό αντανακλαστικό του ενηλίκου όταν είναι πανικοβλημένος, σαν παιδί στο σκοτάδι. Μπαίνουμε στον βαρύ χειμώνα της γαλλικής δυσαρέσκειας, αγνοώντας πότε και πώς θα καταφέρουμε να βγούμε.