Από τις πρόσφατες ευρωεκλογές έχει προκύψει ένα δύσκολο δίλημμα για την κυβέρνηση. Μπορεί να ικανοποιεί όσο γίνεται περισσότερους και ταυτόχρονα να κάνει αλλαγές; Δύσκολο. Θα πρέπει να διαλέξει αν θα ικανοποιεί ή θα κάνει αλλαγές. Το «πουλάκι» της τρίτης λύσης, να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα, δείχνει να έχει «πετάξει» οριστικά. Το είχε μπροστά στα μάτια της και το άφησε να περάσει.

Τον Νοέμβριο του 2020 πήρε στα χέρια της έπειτα από δική της παραγγελία ένα σχέδιο που έφερε τον τίτλο του νομπελίστα οικονομολόγου Πισσαρίδη, για το οποίο εργάστηκαν αφιλοκερδώς οι καλύτεροι έλληνες επιστήμονες. Ηταν ένα πλήρες πρόγραμμα, που έθετε στόχους, πρότεινε δράσεις που οδηγούσαν σε αποτελέσματα εμφανή στον έλληνα πολίτη. Για να μην αδικούμε πλήρως την κυβέρνηση, ένα μέρος της έκθεσης εφαρμόστηκε, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών και η ανάπτυξη δεύτερου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης. Ισως και άλλα λιγότερο γνωστά. Αλλά η επιλογή που έγινε αφορούσε τα αβλαβή. Αυτά που δεν θα προκαλούσαν αντιδράσεις. Τα υπόλοιπα παραπέμφθηκαν στις ελληνικές καλένδες. Ως εκ τούτου δεν μπορούν και να κριθούν τα αποτελέσματα.

Για να γίνει αντιληπτό, το σχέδιο δράσεων που περιλαμβανόταν στην έκθεση είχε στόχο την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,5%. Αυτό θα επιτυγχανόταν μέσω της αύξησης της απασχόλησης κατά 1% και της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας κατά 2,5%. Στην ιδανική του μορφή το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης θα ανέβαινε στο 81% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η ανεργία θα μειωνόταν στο 7%. Οι εξαγωγές θα αυξάνονταν κατά 90% και το μερίδιό τους στο ΑΕΠ θα ανέβαινε στο 50,5%. Τι μπορεί να περισώσει από όλα αυτά; Το πιθανότερο, κανένα. Δεν είναι ωστόσο αργά να ξαναδιαβάσουν στην κυβέρνηση ορισμένες παραγράφους της έκθεσης, προκειμένου να σώσουν ό,τι σώζεται. Αν το έκαναν, θα μπορούσαν να δουν ξανά τομείς όπου παρατηρούνται και τα περισσότερα προβλήματα των πολιτών, όπως το θέμα της δημόσιας διοίκησης, για την οποία το σχέδιο Πισσαρίδη πρότεινε την καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης σε ετήσια βάση.

Οσον αφορά το ΑΣΕΠ, για το οποίο ο Πρωθυπουργός είπε χτες ότι αποτελεί μία από τις πρώτες του προτεραιότητες, το σχέδιο τόνιζε την ανάγκη από ένα δύσκαμπτο όργανο να αναβαθμιστεί σε «διεύθυνση διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού» για όλη τη δημόσια διοίκηση.

Ανέφερε ακόμα ότι οι ανεξάρτητες Αρχές θα χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό ανάλογα με το έργο που έχουν επιτελέσει, το οποίο θα αξιολογείται, επίσης συστηματικά, από ανεξάρτητες επιτροπές εμπειρογνωμόνων. Σε περιπτώσεις δε «χαμηλής ή ιδιαιτέρως χαμηλής απόδοσης θα μπορούν να προχωρούν διαδικασίες απαλλαγής του προϊσταμένου από τα καθήκοντά του». Το σχέδιο δεν πρότεινε άρση της μονιμότητας, αλλά στις περιπτώσεις που ένας υπάλληλος είχε χαμηλή ή ιδιαιτέρως χαμηλή απόδοση πρότεινε να παρακολουθεί υποχρεωτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης και σε περίπτωση επανειλημμένης χαμηλής απόδοσης πρότεινε να εξετάζεται ο υποβιβασμός τού υπαλλήλου σε χαμηλότερη μισθολογική βαθμίδα.

Για τα επιδόματα, στα οποία επίσης αναφέρθηκε ο Πρωθυπουργός χτες, η έκθεση Πισσαρίδη πρότεινε να ενοποιηθούν όλα σε ένα, με την εξαίρεση των επιδομάτων ανεργίας και αναπηρίας, με τρόπο που θα ενισχύει τα κίνητρα για εργασία, με βάση τον αριθμό των παιδιών, με στόχευση στις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, σε διασύνδεση με το φορολογικό σύστημα. Είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία σε αυτή τη δεκαετία να τεθούν σε εφαρμογή – έστω και μεμονωμένα, αλλά σε πλήρη ανάπτυξη – κάποιες μεταρρυθμίσεις, και αυτό θα είναι μεγάλο κέρδος για τη χώρα.