Ο Ολαφ Σολτς πρέπει να μετάνιωσε πικρά για μία τουλάχιστον επιλογή του. Πήρε πάνω του την προεκλογική καμπάνια για τις ευρωεκλογές – κατά συνέπεια χρεώνεται και προσωπικά τη μεγαλύτερη αποτυχία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος σε ευρωεκλογές, συμπαρασύροντας τους άλλους δύο εταίρους της κεντροαριστερής κυβέρνησής του. Οι Πράσινοι έχασαν έναν στους τρεις ψηφοφόρους τους πληρώνοντας τη γενικότερη τάση των ψηφοφόρων να κουμπώνονται πλέον, όταν ακούν μέτρα για το κλίμα, το green deal του 2019 πήγε περίπατο. Οι Φιλελεύθεροι διασώθηκαν, αλλά σε χαμηλά ποσοστά με μία επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου, τη Μαρί Αγκνες Στρακ – Τσίμερμαν, που ξιφουλκούσε καθημερινά κατά του καγκελαρίου. Ετσι ο Σολτς έγινε ο «Καγκελάριος των ηττημένων», όπως εύστοχα σχολίασε η «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ».
Δίνοντας ο ίδιος εθνική χροιά στις ευρωεκλογές βρίσκεται τώρα αντιμέτωπος με την πίεση της αντιπολίτευσης να ζητήσει εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Ο ίδιος δεν φαίνεται διατεθειμένος ούτε έχει λόγο να το κάνει, η πλειοψηφία του στην Μπούντεσταγκ δεν αμφισβητείται. Αλλά ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση CDU/CSU καταφεύγει σε πρόταση δυσπιστίας, γνωρίζοντας ότι έτσι θα συσπειρώσει τον κυβερνητικό συνασπισμό. Κανένα από τα τρία κόμματα – SPD, Πράσινοι, FDP – δεν ενδιαφέρεται για πρόωρες εκλογές, κανένα δεν πρόκειται να βγει κερδισμένο από την κάλπη.
«Παρά τη γενικευμένη δυσφορία για την τρικομματική κυβέρνηση του Σολτς, δεν υπάρχει κλίμα πολιτικής αλλαγής», διαπιστώνει ο πολιτειολόγος Τόρστεν Φάας. Αλλωστε, οι πρόωρες εκλογές είναι συστημικά περίπλοκη υπόθεση στη Γερμανία. Η διάλυση της Βουλής είναι προνόμιο του προέδρου της Δημοκρατίας και προϋποθέτει την απόφαση παραίτησης του ίδιου του καγκελαρίου – όπως είχε πράξει ο Γκέρχαρτ Σρέντερ το 2005 χάνοντας τελικά τις εκλογές από την Ανγκελα Μέρκελ. Ο Σολτς, παρά την ήττα της Κυριακής, έχει ακόμα 15 μήνες κυβερνητικής θητείας.
Η αντισυστημική ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έγινε δεύτερο κόμμα εξαιτίας της αδυναμίας των παραδοσιακών κομμάτων. Αλλά δεν έπιασε τα δημοσκοπικά ποσοστά που έφταναν προ μηνών στο 24%. Και δεν στέλνει στην Ευρωβουλή τον βεβαρημένο με κατηγορίες χρηματισμού από τη Μόσχα και το Πεκίνο επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου Μαξιμίλιαν Κραχ. H ενίσχυση του AfD σχετίζεται σίγουρα με τη δυσφορία των ψηφοφόρων με την τρικομματική κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς. Η δυσφορία αυτή είναι «ιστορικά υψηλή», διαπιστώνει ο πολιτειολόγος Φάας.
Ωστόσο, η ενίσχυση του AfD δεν είναι μόνο ψήφος διαμαρτυρίας. Η ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος δείχνει ότι το ακροδεξιό κόμμα έχει αποκτήσει στο μεταξύ μία σταθερή εκλογική βάση που ταυτίζεται με τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος, λέει ο Φάας. Για παράδειγμα, στο θέμα «πόλεμος και ειρήνη» στην Ουκρανία, τόσο το AfD, όσο και το αριστερό κόμμα της Βάγκενκνεχτ, BSW, με τις φιλορωσικές τους θέσεις διαφοροποιούνται από τη γραμμή στήριξης της Ουκρανίας και αυτοπροβάλλονται ως η εναλλακτική πρόταση στη στάση όλων των υπολοίπων κομμάτων. Και επιβραβεύονται για αυτό ειδικά από τους ψηφοφόρους στην ανατολική Γερμανία. Οι ψηφοφόροι αυτών των δύο κομμάτων «ψήφισαν με κριτήριο την εθνική και όχι την ευρωπαϊκή πολιτική», λέει ο Φάας. H δύναμή τους είναι στα ανατολικά κρατίδια της πρώην κομμουνιστικής DDR, πρώτο κόμμα το AfD, τρίτο κόμμα η Βάγκενκνεχτ. «Οι ευρωεκλογές έδειξαν ότι τα παλιά σύνορα μεταξύ ανατολικής και δυτικής Γερμανίας παραμένουν εμφανή, όσο ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν», διαπιστώνει ο γερμανός πολιτειολόγος.
Μικρό το «μακρύ χέρι» του Ερντογάν
Στις ευρωεκλογές της Κυριακής συμμετείχε για πρώτη φορά το κόμμα DAVA (Δημοκρατική Συμμαχία για την Πολυμορφία και την Ανάπτυξη) – το κόμμα που ίδρυσαν πρόσφατα τουρκικής καταγωγής γερμανοί υπήκοοι, υποστηρικτές του Ερντογάν. Το ποσοστό που πήρε ήταν 0,4%. Συμπέρασμα: το «μακρύ χέρι» του Ερντογάν αποδείχτηκε μικρό για να ελέγξει τους τουρκικής καταγωγής γερμανούς ψηφοφόρους.