Για τον παραδοσιακό οικισμό της Βρίσας στη Λέσβο, ο χρόνος σταμάτησε στις 12 Ιουνίου του 2017, τότε που ο σεισμός των 6,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, άφησε πίσω του μία νεκρή γυναίκα και ένα χωριό – φάντασμα, θαμμένο στα χαλάσματα. Από τότε έχουν περάσει επτά ολόκληρα χρόνια, ωστόσο οι πληγές παραμένουν ανοιχτές.
Ο Εγκέλαδος είχε κυριολεκτικά ισοπεδώσει τη Βρίσα: το 80% των κτιρίων του χωριού είτε είχαν καταρρεύσει είτε είχαν υποστεί πολύ σοβαρές ζημιές, γεγονός που τα καθιστούσε μη κατοικήσιμα. Τότε, οι αρμόδιες αρχές είχαν επιβάλλει απαγόρευση στη διέλευση πεζών και οχημάτων. Ωστόσο, μία επταετία μετά τον σεισμό, δεν έχει αρθεί η επικινδυνότητα, οπότε καμία εμπορική δραστηριότητα δεν μπορεί να αδειοδοτηθεί. Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Συλλόγου Σεισμοπαθών Βρίσας, Νίκος Γκουγκούλιος, 10 κτίρια παραμένουν επικίνδυνα, κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που δεν αίρεται το απαγορευτικό.
«Ως σύλλογος μαζί με το ΤΕΕ καταγράψαμε τα κτίρια, έχουμε εντοπίσει τα επικίνδυνα, ωστόσο δεν προχωρά η τοποθέτηση λαμαρινών, προκειμένου να προστατευθούν οι κάτοικοι. Το γεγονός ότι εφτά χρόνια μετά απαγορεύεται η κυκλοφορία στο χωριό έχει παγώσει και κάθε εμπορική δραστηριότητα. Δεν υπάρχει ούτε ένα κατάστημα ανοιχτό, ούτε ένα καφενείο».
Μακριά από τις κατοικίες τους
Οι 850 κάτοικοι αρχικά εγκατέλειψαν το χωριό, με την πλειονότητα να ζει ακόμη και σήμερα μακριά από τις κατοικίες τους. Πολλοί, οι οποίοι είχαν δεύτερη κατοικία ή αρχικά φιλοξενήθηκαν από συγγενείς και φίλους, συνεχίζουν να μένουν στον παραθαλάσσιο οικισμό των Βατερών, μόλις 2,5 χιλιόμετρα από τη Βρίσα. Αλλοι πάλι εξακολουθούν να μένουν σε ενοικιαζόμενα δωμάτια στην ευρύτερη περιοχή ενώ πλέον τόσα χρόνια μετά, αρκετοί είναι κι αυτοί οι οποίοι πήραν τις οικογένειές τους και μετακόμισαν μόνιμα στη Μυτιλήνη ακόμη και στην Αθήνα.
Η επιδότηση ενοικίου, δηλώνει ο Ν. Γκουγκούλιος, που είχε οριστεί από το κράτος σταμάτησε τον περασμένο Σεπτέμβριο, αφήνοντας στην πράξη ξεκρέμαστους τους ανθρώπους, οι οποίοι από τη μία δεν μπορούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, καθώς δεν έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες, από την άλλη είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν ενοίκιο.
Χωρίς επιβλέψεις και πιστοποιήσεις
Αυτή τη στιγμή 190 μόνιμοι κάτοικοι έχουν επιστρέψει σε έναν οικισμό, ο οποίος δεν θα έπρεπε να κατοικείται. Επτά χρόνια μετά δεν έχει χτυπήσει ούτε η καμπάνα από τις εκκλησίες του χωριού, δύο εκ των οποίων είχαν υποστεί πολύ σοβαρές ζημιές. «Τη μία, μάλιστα, κάναμε αγώνα και δεν κατεδαφίστηκε», προσθέτει ο πρόεδρος σεισμοπαθών, το σπίτι του οποίου χαρακτηρίστηκε κόκκινο και κατεδαφίστηκε. Οπως υποστηρίζει, τόσα χρόνια μετά και υπάρχουν ακόμη σεισμόπληκτοι, οι οποίοι δεν ξέρουν αν το σπίτι τους είναι κίτρινο ή κόκκινο, κι αυτό γιατί οι μηχανικοί από τις αρμόδιες υπηρεσίες δεν πληρώνονται τα εκτός έδρας, με αποτέλεσμα να μην έρχονται να κάνουν επιβλέψεις και πιστοποιήσεις. «Τον τελευταίο χρόνο, δε, ακούμε όλο και πιο συχνά πως η Θεσσαλία έχει προτεραιότητα. Ημασταν η πρώτη περιοχή που επλήγη τόσο από φυσικά φαινόμενα. Μετά από εμάς ήταν η Σάμος, το Αρκαλοχώρι, η Εύβοια, ο Εβρος, η Θεσσαλία. Φοβάμαι ότι η αποκατάστασή τους θα αργήσει όπως και σε εμάς».
Η καθυστέρηση στην κατάθεση της δεύτερης ή τρίτης δόσης για κατοίκους, οι οποίοι έχουν ξεκινήσει τις εργασίες στα σπίτια τους, πάει πολύ πίσω και την επιστροφή της κανονικότητας στον παραδοσιακό οικισμό της Λέσβου. «Μετά το τέρας του σεισμού, αντιμετωπίσαμε το τέρας της γραφειοκρατίας και τώρα πια την κρατική αναλγησία. Υπάρχουν άνθρωποι, στους οποίους έχει εγκριθεί η δόση από τον Οκτώβριο αλλά δεν έχουν μπει χρήματα στους λογαριασμούς τους. Την ίδια στιγμή, τα συνεργεία συνεχίζουν κανονικά τη δουλειά τους και πληρώνονται από τους κατοίκους της Βρίσας ή σε άλλες περιπτώσεις παγώνουν οι εργασίες».