Τα σενάρια των συγκλίσεων στην Κεντροαριστερά, λίγα εικοσιτετράωρα μετά το αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου, δεν έφεραν πεδίο σύμπλευσης, αλλά έναν μικρό εμφύλιο. Η πρόθεση του Νίκου Ανδρουλάκη για «προγραμματική χάρτα» με τις «πραγματικά προοδευτικές δυνάμεις» ενίσχυσε τη φημολογία, αλλά και τα πρώτα δημοσιεύματα («Απογευματινή»), που μιλούσαν για συμφωνία ενοποίησης των Κοινοβουλευτικών Ομάδων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Αριστεράς, υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη, με αντιπρόεδρο την Εφη Αχτσιόγλου.
Και οι τρεις παίκτες στο κεντροαριστερό ταμπλό είχαν κάτι να σχολιάσουν – μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε ότι η σκυτάλη της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο θα πήγαινε στη νέα διευρυμένη Κοινοβουλευτική Ομάδα, αφήνοντας αριθμητικά τον ΣΥΡΙΖΑ στην τρίτη θέση. Η δημοσιοποίηση του σεναρίου έφερε την πρώτη αντίδραση από τη Νέα Αριστερά, που καταλόγισε εμμέσως τη διαρροή στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με στόχο τη διαχείριση του αποτελέσματος του κόμματος στις ευρωεκλογές. «Τα σενάρια περί παρασκηνιακών συζητήσεων και ακύρωσης της αυτόνομης πορείας της Νέας Αριστεράς, που αντιμετωπίσαμε και προεκλογικά, είναι παντελώς αβάσιμα», ανέφεραν χαρακτηριστικά. «Γελιούνται όσοι νομίζουν ότι θα εργαλειοποιήσουν τη Νέα Αριστερά για τα εσωκομματικά τους ζητήματα», σχολίαζαν στην ανακοίνωση που εξέδωσαν – με τα στελέχη τους να διαψεύδουν και τη σχετική φημολογία περί κλεισμένης συμφωνίας μεταξύ του Αλέξη Χαρίτση και του Νίκου Ανδρουλάκη, σε επίπεδο παρασκηνίου.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η διάψευση από το ΠΑΣΟΚ. «Τα σενάρια που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι ανεδαφικά. Το ΠΑΣΟΚ πορεύεται στο προσκήνιο και όχι με παρασκηνιακές συμφωνίες», ανέφεραν τα κεντροαριστερά στελέχη, τονίζοντας πως σ’ αυτήν τη φάση προτεραιότητα είναι «η αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος».
Στην πραγματικότητα, το σενάριο που συζητιέται έρχεται προτού καν στεγνώσει το μελάνι των οριστικών αποτελεσμάτων, την ώρα που τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στη Νέα Αριστερά έχουν ως πρώτη προτεραιότητα τη σωστή ερμηνεία του αποτελέσματος – και ενώ και οι δύο πλευρές διατείνονταν, και πριν από τις εκλογές, την έναρξη του όποιου διαλόγου μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων σε θεσμικό πλαίσιο.
Ο εκνευρισμός από την πλευρά της Νέας Αριστεράς είναι έντονος και για έναν ακόμη λόγο: το ζήτημα των έντεκα βουλευτικών εδρών είναι βασικό αγκάθι και σημείο αντεγκλήσεων με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με σχόλια από τη συριζαϊκή πλευρά, μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, να ζητούν από τους βουλευτές του σχηματισμού να τις επιστρέψουν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού δεν κατάφεραν να εκλέξουν ευρωβουλευτή – από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος Τύπου Νάσος Ηλιόπουλος είχε χαρακτηρίσει το επιχείρημα «βαθιά υποκριτικό», σχολιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο κεντρικά ο ΣΥΡΙΖΑ στο παρελθόν είχε αξιοποιήσει την ψήφο βουλευτών άλλων κομμάτων, ενσωματώνοντάς τους.
Ανταλλαγή πυρών
Παρά τη διάψευση και των δύο πλευρών, ωστόσο, η αντίδραση από τον ΣΥΡΙΖΑ ήρθε και ήταν σε σκληρό τόνο από τον ίδιο τον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος χρησιμοποίησε και τον όρο «αποστασία».
«Κατανοώ το μίσος προς το πρόσωπό μου από τη στιγμή που τους “πήρα το μαγαζί”, όπως θεωρούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα Ιουλιανά και η αποστασία δεν είναι στην κουλτούρα της Αριστεράς και ο δημοκρατικός λαός τούς έδειξε τον δρόμο την Κυριακή», ανέφερε σε ανάρτησή του, σημειώνοντας πως στο καταστατικό συνέδριο του κόμματος το ερχόμενο φθινόπωρο ο δρόμος θα είναι ανοιχτός για όσους θέλουν να επιστρέψουν «δίχως πιστοποιητικά κομματικής επετηρίδας» – ξεκαθαρίζοντας, πάντως, πως όσο ο ίδιος είναι πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ «σύμπραξη με το απονομιμοποιημένο μόρφωμα “Νέα Αριστερά” δεν πρόκειται να υπάρξει». Απαντώντας από τη Νέα Αριστερά σχολίαζαν πως «ο κύριος Κασσελάκης φανερώνει τον εσωτερικό του κόσμο όταν κάνει λόγο για “μορφώματα”.
Εχει μετατρέψει ένα πολιτικό κόμμα σε μόρφωμα αντιγράφοντας το ίνδαλμά του: τον Ντόναλντ Τραμπ» και επεσήμαιναν πως τον όρο «μαγαζί» για τον ΣΥΡΙΖΑ τον χρησιμοποιούσαν στελέχη του περιβάλλοντος του νυν προέδρου.
Η άρνηση Κασσελάκη για σύμπραξη με τη Νέα Αριστερά, που ήταν έως τώρα υπονοημένη αλλά όχι καθαρά δηλωμένη εκ μέρους του, βάζει και ευρύτερους περιορισμούς στο ζήτημα των συνεργασιών, καθώς προεκλογικά ο Ανδρουλάκης είχε φανεί θετικός στις συνεργασίες («από τα κάτω» και θεσμικά) με τα στελέχη που αποχώρησαν, αλλά και με δυνάμεις της Οικολογίας που επίσης προέκυψαν από διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Και παράλληλα λειτουργεί ως έμμεση απάντηση στην πρόταση των Τεμπονέρα – Κοτσακά, που ζήτησαν κοινή οργανωτική διαδικασία τόσο με το ΠΑΣΟΚ όσο και με τη Νέα Αριστερά.