Την τελευταία δεκαετία – ιδίως μετά την πανδημική κρίση – ο τρόπος με τον οποίο οι καταναλωτές παραγγέλνουν «φαγητό απ’ έξω» έχει αλλάξει άρδην. Το παραδοσιακό προσπέκτους με τον κατάλογο και το τηλέφωνο του μαγαζιού που όλοι βρίσκαμε ριγμένο κάτω από την πόρτα μας έδωσε τη θέση του στο ψηφιακό μενού, αναρτημένο σε μία ή περισσότερες διαδικτυακές πλατφόρμες / εφαρμογές που φτιάχτηκαν ακριβώς για αυτόν τον σκοπό. Προσφέροντας αναμφίβολα αυξημένη ορατότητα και πρόσβαση σε μια ευρύτερη πελατειακή βάση στα καταστήματα εστίασης, αποτέλεσαν για τους επαγγελματίες του κλάδου σανίδα σωτηρίας την περίοδο του κορωνοϊού, ενώ και οι καταναλωτές ευεργετήθηκαν από την ευκολία και την πληθώρα επιλογών που παρέχει το νέο εργαλείο.

Ωστόσο, αυτός ο εκσυγχρονισμένος τρόπος εξυπηρέτησης δεν έρχεται χωρίς κόστος. Η παρουσία στα delivery apps δεν είναι φτηνή, με τις προμήθειες που απαιτούνται για τη συμπερίληψη μΙας επιχείρησης σε αυτά να έχουν καταστήσει τις πλατφόρμες από ένα εργαλείο σε… συνέταιρό, με υψηλά ποσοστά «συνιδιοκτησίας». Το κόστος χρήσης για ένα κατάστημα ξεκίνησε τα πρώτα χρόνια από το 8%. Πλέον έχει φτάσει στο 12% μόνο για να διαφημιστεί ο κατάλογος της επιχείρησης, ενώ αν επιλέξει και τη διανομή μέσω των συνεργατών της μπορεί να φτάσει και στο 30% επί του συνόλου της παραγγελίας.

«Δηλαδή, αν ένα κατάστημα βγάλει σε ένα βράδυ 1.000 ευρώ από παραγγελίες που έγιναν μέσω εφαρμογής θα δώσει 300 ευρώ – ποσό που αφορά τον τζίρο, κάτι που σημαίνει ότι επί του καθαρού κέρδους η δαπάνη μπορεί να ξεπεράσει και το 50%. Αν σε αυτό συνυπολογιστούν έξοδα για ηλεκτρικό ρεύμα, προσωπικό, πρώτες ύλες, αναλώσιμα κ.ο.κ. ο επιχειρηματίας γονατίζει» λέει στα «ΝΕΑ» ο γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ Δημήτρης Καραγεωργόπουλος.

Το βάρος στον καταναλωτή

Αναμενόμενα, μέρος της επιβάρυνσης μετακυλίεται στον καταναλωτή που καλείται να πληρώσει το μερίδιό του τόσο για τις ακριβότερες πρώτες ύλες όσο και για τη χρήση των εν λόγω εφαρμογών. Μάλιστα, αναλόγως της συμφωνίας που έχει συνάψει η εκάστοτε επιχείρηση με την πλατφόρμα, ο πελάτης χρεώνεται από 0,50 ευρώ έως και 3,00 ευρώ για την υπηρεσία, ανεβάζοντας περαιτέρω την επιβάρυνση της  δικής του τσέπης. «Οι εταιρείες αυτές προχωρούν σε μεγάλες αυξήσεις, διαχειρίζονται και εκβιάζουν πολλές φορές τη συνεργασία με τους καταστηματάρχες. Κάθε αύξηση δυσκολεύει τον επιχειρηματία να συγκρατήσει τις τιμές. Το περιβάλλον είναι ούτως ή άλλως ρευστό όσον αφορά τις πρώτες ύλες, καθώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε ανατιμήσεις σε πάρα πολλά προϊόντα. Ωστόσο, δεν πρέπει να μετατρέψουμε την εστίαση σε είδος πολυτελείας. Πρέπει να παραμείνει προσιτή στις οικογένειες» εξηγεί από την πλευρά του ο Γιάννης Δαβερώνης, πρόεδρος της Ενωσης Εστιατόρων και Συναφών Αττικής.

Οι διπλοί κατάλογοι

Σε μία προσπάθεια να απορροφηθούν οι «κραδασμοί» των ανατιμήσεων και των χρεώσεων από τις πλατφόρμες, δεν είναι λίγα τα καταστήματα που καταφεύγουν σε… διπλούς καταλόγους, δηλαδή στη θέσπιση διαφορετικών τιμών για τις παραγγελίες μέσω Διαδικτύου και άλλων για την παραλαβή των προϊόντων από το κατάστημα. Ετσι, κάποιος που επιλέγει τον πιο παραδοσιακό τρόπο παραγγελίας γλιτώνει ένα σημαντικό καπέλο στην τιμή. «Είναι πολλοί οι καταστηματάρχες που έχουν διπλούς καταλόγους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αν ο καταναλωτής πάει από τα κατάστημα να παραλάβει την παραγγελία του θα βρει τον λογαριασμό του μειωμένο κατά 25% – 30% σε σχέση με την πλατφόρμα» περιγράφει ο Δημήτρης Καραγεωργόπουλος.

Ο ίδιος αναφέρει πως οι πλατφόρμες μπορεί να προσφέρουν προβολή και αύξηση του τζίρου, όμως πλέον «έχει μπει μεσάζοντας στην αδιαμεσολάβητη σχέση καταστηματάρχη – καταναλωτή». Στο ίδιο πνεύμα, ο Γιώργος Καββαθάς, πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) επισημαίνει πως «ο κλάδος πλέον έχει παραδοθεί στις πλατφόρμες».

Με το τρένο της ψηφιοποίησης να κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με την ευκολία που παρέχουν τα delivery apps τόσο στην επιλογή προϊόντων όσο και στους τρόπους πληρωμής, ο αναλογικός δρόμος για την πλειονότητα των καταναλωτών φαίνεται πως έχει κλείσει οριστικά, ενώ όσοι επαγγελματίες δεν… συμμορφώθηκαν κινδυνεύουν με αφανισμό. «Την εποχή της πανδημίας όλοι γνώρισαν τις διαδικτυακές υπηρεσίες και πλέον δεν μπορούν – ή και δεν θέλουν – να ξεφύγουν. Από τη στιγμή που έχουν αλλάξει οι συνήθειες των καταναλωτών, θα είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουν οι καταστηματάρχες αυτόν τον ανταγωνισμό και να γυρίσουν πίσω στο πρότερο καθεστώς» λέει ο γραμματέας Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ.

Ο Γιάννης Δαβερώνης συγκρίνει την κολοσσιαία ανάπτυξη που γνωρίζουν οι πλατφόρμες delivery με εκείνη που γνώρισαν οι υπεραγορές / σουπερμάρκετ πριν από τέσσερις δεκαετίες και τα αχανή εμπορικά κέντρα λίγα χρόνια αργότερα, με αποτέλεσμα να παραγκωνιστούν οι συνοικιακές επιχειρήσεις: «Οι συνάδελφοι για να μπορέσουν να κρατήσουν τις επιχειρήσεις τους ανταγωνιστικές επικεντρώθηκαν σε αυτές τις πλατφόρμες και τις γιγάντωσαν. Ετσι γιγαντώθηκαν και τέσσερις – πέντε αλυσίδες σουπερμάρκετ παλιότερα. Ενώ υπήρχαν μάρκετ μικρότερης εμβέλειας στις γειτονιές, κάποια στιγμή τα απορρίψαμε με τη λογική ότι τα μεγαλύτερα είχαν καλύτερες τιμές. Πλέον επιβιώνουν μόνο αυτά τα μεγάλα σουπερμάρκετ, στα ράφια των οποίων μως, βλέπουμε εξωπραγματικές τιμές. Δεν πρέπει να γίνει το ίδιο λάθος με την εστίαση».

Και επειδή οι πλατφόρμες πλέον αποτελούν αναγκαίο κακό και έχουν εισχωρήσει στην κουλτούρα του καταναλωτή, ο Δημήτρης Καραγεωργόπουλος προτείνει στα καταστήματα να  κατασκευάσουν μια δική τους ψηφιακή εφαρμογή μέσω των συλλόγων τους. «Κάι τέτοιο θα αποτελούσε ισχυρό διαπραγματευτικό εργαλείο στα χέρια των επαγγελματιών προκειμένου να πετύχουν καλύτερους όρους και ποσοστά σε σχέση με τις υπάρχουσες πλατφόρμες».

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΓΑΡΑΣ