Η ελληνική κοινωνία είναι μια οργισμένη κοινωνία. Μπορεί να μη βιώνει την ακραία επισφάλεια της περασμένης δεκαετίας, ή να αντιμετωπίζει τρομακτικά υψηλή ανεργία, μπορεί να υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ότι «κυκλοφορεί περισσότερο χρήμα», αλλά παρ’ όλα αυτά είναι οργισμένη. Το κόστος ζωής υπονομεύει την όποια αύξηση των εισοδημάτων και διαμορφώνει μια συνθήκη όπου με υψηλότερους ονομαστικούς μισθούς έχουμε χαμηλότερη αγοραστική δύναμη. Η στεγαστική κρίση κάνει ορατά τα αποτελέσματά της. Οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται συχνά είναι κακοπληρωμένες και χωρίς προοπτική. Η «Πράσινη Μετάβαση» γεννά αισθήματα ανασφάλειας είτε για την απώλεια θέσεων εργασίας είτε για την καταστροφή φυσικών τοπίων. Μια διάχυτη αίσθηση ατιμωρησίας όσων «έχουν τα μέσα» και συνάμα αστυνομικής αυθαιρεσίας επιτείνει ένα αίσθημα φόβου. Η τραγωδία στα Τέμπη υπογραμμίζει και τα ελλείμματα στην κρατική λειτουργία και την προσπάθεια συγκάλυψης ευθυνών.
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά τα αισθήματα οργής δεν συμπίπτουν πάντοτε ως προς το τι ορίζουν ως αντίπαλο, καθώς άλλα χαρακτηριστικά έχει π.χ. η oργή των φοιτητών κατά της εμπορευματοποίησης της γνώσης και άλλα η συντηρητική αγανάκτηση απέναντι στη νομιμοποίηση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών. Ωστόσο, το στοιχείο της οργής παραμένει κοινό και είναι το κρίσιμο στοιχείο για να κατανοήσουμε και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, τόσο ως προς την εκτίναξη της αποχής όσο και ως προς τους συσχετισμούς.
Το φαινόμενο είναι πανευρωπαϊκό, όπως και πανευρωπαϊκή δείχνει να είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς ως του κατεξοχήν χώρου που επενδύει σε αυτό το αίσθημα οργής, αποδεικνύοντας έτσι και την παταγώδη αποτυχία των περισσότερων παραλλαγών της Αριστεράς να διατυπώσουν στρατηγικές που θα δίνουν σχήμα στην οργή και δεν θα προσπαθούν απλώς να την εκπροσωπήσουν εκλογικά. Γιατί όσο η οργή και η αγανάκτηση δεν βρίσκουν διέξοδο σε πολιτικά σχέδια αλλαγών για περισσότερη δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, τόσο θα ενισχύονται ο κυνισμός της αποχής και ο ακροδεξιός κοινωνικός κανιβαλισμός.