Η είδηση του θανάτου της Φρανσουάζ Αρντί ήρθε κάπως να «απαλύνει» – εντελώς συμβολικά βέβαια – τις εντυπώσεις από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών στη Γαλλία. Μα στη Γαλλία, τη χώρα που έθεσε τις αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας, εκεί που τον Μάη του ’68 «ανακάλυψαν» την παραλία κάτω από τα πεζοδρόμια**, πρώτο κόμμα η Ακροδεξιά; Τα «πώς» και τα «γιατί» είναι προφανή και έχουν αναλυθεί πριν καν καταγραφούν επισήμως την Κυριακή. Εχει όμως καμία σημασία η επισήμανση ότι δεν πρόκειται για ιδεολογία αλλά για αντισυστημισμό και λαϊκισμό; Θεωρητικά, μεγάλη. Ως προς τα τεκταινόμενα θεωρώ μικρή, τουλάχιστον προς το παρόν.
Η Γαλλία και τα «ένδοξα Παρίσια» όμως έχουν πάντα έναν τρόπο να μας θυμίζουν τις, ας πούμε, «εργοστασιακές ρυθμίσεις» τους. Αυτά που πρέπει να συνδυάσεις πολλές λέξεις για να τα περιγράψεις, έχουν όμως τη γαλλική εσάνς. Οπως η Φρανσουάζ Αρντί. Σύμβολο της δεκαετίας του 1960, το γαλλικό αντίστοιχο της Μαριάν Φέιθφουλ, με ειδοποιό διαφορά την έντονη «γαλλικότητά» της. Αυτήν την κομψότητα και τη φινέτσα που υπερβαίνει κανόνες και αναδεικνύεται ως διαχρονικό προσωπικό στυλ.
Χάζευα χθες τις φωτογραφίες της. Ολες ανεξαιρέτως θα μπορούσαν να είχαν τραβηχτεί σήμερα. Τα ρούχα, το χτένισμα, το μακιγιάζ, ακόμη και ο τρόπος που κοιτάζει τον φακό δεν προδίδουν τα εξήντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Εβλεπα και κάποιες πιο πρόσφατες. Τα χαρακτηριστικά μακριά μαλλιά της είχαν πλέον κουρευτεί. Ο χρόνος είχε «γράψει» στο πρόσωπό της και η ίδια το είχε αποδεχθεί. Χωρίς επεμβάσεις, χωρίς «τραβήγματα», χωρίς «παγωμένες» εκφράσεις, χωρίς φουσκωμένα χείλη και ενισχυμένα μάγουλα. Μία γυναίκα που δεν παραμορφώθηκε, που δεν έτρεξε να προσπεράσει τον χρόνο διότι ήξερε ότι αυτός θα τερματίζει πάντα πρώτος. Και που υπενθυμίζει ότι μία γυναίκα 60, 70, 80 ετών, όσες επεμβάσεις και να κάνει, δεν θα φαίνεται πιο νέα. Θα είναι μια γυναίκα 60, 70, 80 ετών που προσπαθεί να φαίνεται πιο νέα. Κι αυτό, γενικώς οι Γαλλίδες, νομίζω ότι το γνωρίζουν πολύ καλά. Οπως και ότι μετά τα τριάντα πέντε μια γυναίκα κόβει τα μαλλιά της και κατεβάζει το μήκος της φούστας της, όσο ωραία πόδια και να έχει (κάτι μάθαμε κι εμείς ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς σε γαλλικού τίτλου περιοδικά). Αντε τώρα να το καταλάβουν αυτό κάμποσες ελληνίδες σελέμπριτι.
Βλέποντας τις αναφορές για τη Φρανσουάζ Αρντί στα ελληνικά σόσιαλ, συνειδητοποίησα, για άλλη μία φορά, τους πολλούς τρόπους αποτύπωσης της νοσταλγίας. Οι περισσότεροι έγραφαν για τον εαυτό τους και τις αναμνήσεις τους από την εποχή που η Αρντί μεσουρανούσε. Σαν να άκουγα τους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. «Κορίτσια, αγόρια σ’ ένα χολ και τα φιστίκια μες στο μπολ κι οι γέροι στη βεράντα…». Τα «κορίτσια» που περιτριγυρίζουν πια τα εβδομήντα τους χρόνια θυμήθηκαν τι έκαναν για να της μοιάσουν. Τα αντίστοιχα «αγόρια» θυμήθηκαν τα «ιδρωμένα» πάρτι της εφηβικής ερωτικής προσμονής. Κι εγώ θυμήθηκα ότι η νοσταλγία, το άλγος του νόστου, δηλαδή ο πόνος της επιστροφής, ορίζεται κυρίως από την «επιστροφή» όχι σε μια εποχή αλλά στον νεανικό εαυτό μας.
*Στίχος του Μάνου Ελευθερίου από τον «Αμλετ της Σελήνης» σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου.
**Σύνθημα του Μάη του ’68.
Η εποχή της αθωότητας
Από την άλλη, ο πρόσφατος θάνατος της Δέσποινας Στυλιανοπούλου με έκανε να ανακαλέσω ένα άλλο στοιχείο από εκείνη την εποχή της αθωότητας. Προσωπικά, τη Στυλιανοπούλου τη γνώρισα από ένα ραδιοφωνικό σίριαλ (κάπως αλλιώς τα λέγαμε τότε, αλλά δεν θυμάμαι πώς) με τίτλο «Η πυργοδέσποινα της κουζίνας». Θυμάμαι δε ακόμη την τελευταία φράση της αποφώνησης: «…και το Δεσποινάκι στα όνειρά σας». Υποδυόταν μια υπηρέτρια όπως και σε πολλές από τις ταινίες της.
Οι υπηρέτριες ήταν ένα είδος θεσμού για την Ελλάδα του 1950-1960. Το βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες, όπου βέβαια η θέση τους ήταν πολύ καλύτερη απ’ όσο στην πραγματικότητα. Στον κινηματογράφο εκείνης της εποχής η πανταχού παρούσα (ακόμη και στα μικροαστικά σπίτια) υπηρέτρια συμβόλιζε, με κάποιον τρόπο, την ίδια τη μεταπολεμική Ελλάδα. Ή, τέλος πάντων, όπως ήθελαν να τη βλέπουν και να τη βλέπουμε. Τσαχπίνα, καταφερτζού, τόσο όσο αυθάδης ώστε να μην την πιάνουν κορόιδο, εξυπνούλα και τίμια.