Γιατί επιµένουµε να εργαζόµαστε τόσο, κάνοντας υπερωρίες, διπλές δουλειές, έξτρα µεροκάµατα, σε συνθήκες καταπονητικές και µε απολαβές που είναι αναλογικά χαµηλότερες σε σχέση µε προηγούµενες δεκαετίες; Και γιατί όχι µόνο επιµένουµε να εργαζόµαστε τόσο σκληρά, αλλά θεωρούµε ότι αυτό αποτελεί και την αυτοπραγµάτωσή µας; Κοντολογίς, γιατί αντί να προσπαθούµε να χειραφετηθούµε από τον καταναγκασµό στην εργασία, φερόµαστε ως η εργασία να είναι η απελευθέρωσή µας;
Αυτά είναι τα ερωτήματα με τα οποία αναμετριέται ο αμερικανός φιλόσοφος Τζέισον Ριντ στο βιβλίο του «The Double Shift. Spinoza and Marx on the Politics of Work» που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Verso. Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται ταυτόχρονα στη διπλή βάρδια, όλο και πιο διαδεδομένη στις μέρες μας, αλλά και μια σειρά από διπλές μετατοπίσεις ή διπλές εμμένειες: της οικονομίας στην πολιτική αλλά και της πολιτικής στην οικονομία, της ιδεολογίας στα σώματα αλλά και των σωμάτων στην ιδεολογία και της ποιήσεως (με την αριστοτελική σημασία) στην πράξη και το αντίστροφο. Ο Μαρξ και ο Σπινόζα ορίζουν για τον Ριντ δύο θεωρητικά σημεία αναφοράς, συμπληρωματικά αλλά όχι ταυτόσημα, αποφεύγοντας τον πειρασμό να στοιχειοθετήσει τον σπινοζισμό του Μαρξ ή να αποδείξει ότι ο Σπινόζα ήταν η κύρια επιρροή του Μαρξ. Την ίδια στιγμή επιλέγει να διανθίσει το βιβλίο με την ανάλυση κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, από το «Fight Club» και το «Breaking Bad» μέχρι το «Sorry to bother you», για να δείξει το πώς αναδεικνύονται εκεί διαφορετικές προσλήψεις της εργασίας.
Συγκεκριμένη και αφηρημένη εργασία
Αφετηρία του Ριντ είναι η θέση του Μαρξ, στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», ότι η «ειδική οικονομική μορφή, με την οποία αντλείται απλήρωτη εργασία από τους άμεσους παραγωγούς, καθορίζει τη σχέση κυριαρχίας και υποδούλωσης, όπως αναφύεται άμεσα από την ίδια την παραγωγή». Για τον Ριντ αυτό παραπέμπει σε μια ταυτότητα ανάμεσα σε οικονομία και πολιτική και μια άμεση συσχέτιση ανάμεσα στις σχέσεις ιεραρχίας, συνεργασίας και κυριαρχίας τόσο στην εργασία όσο και στην πολιτική. Αυτή πατάει πάνω στη διπλή φύση της εργασιακής διαδικασίας που περιλαμβάνει τόσο τη συγκεκριμένη εργασία (ένα συγκεκριμένο καθήκον ή λειτουργία) αλλά και την αφηρημένη εργασία, την εργασία που αποτελεί τη βάση της ανταλλακτικής αξίας, δηλαδή την εργασία ως προς τους κοινωνικούς όρους της: τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Από τον Σπινόζα ο Ριντ αντλεί μια θεωρία του καθορισμού και ένα σχήμα όπου οτιδήποτε κάνουμε είναι σε ως ένα βαθμό περιορισμένο από τον κόσμο πάνω στον οποίο δρούμε, αλλά και ταυτόχρονα σε αυτόν επενεργεί με τη σειρά του.
Ο Ριντ εντοπίζει μια διπλή διαδικασία αλλοτρίωσης. Ως προς την αφηρημένη εργασία η απεριόριστη επέκταση της παραγωγικότητας μοιάζει με αλλοτρίωση ως προς τις ειδικές, περατές και συγκεκριμένες πλευρές της εργασίας. Ομως, και στη συγκεκριμένη εργασία η δέσμευση των ατόμων στις επιταγές των συγκεκριμένων εργασιακών καθηκόντων είναι αλλοτριωτική. Σε μια ενδιαφέρουσα διαλεκτική σχέση, η ηθική της συγκεκριμένης εργασίας, ως υπεράσπιση των αξιών γύρω από συγκεκριμένα καθήκοντα λειτουργεί ως αντίβαρο στην αλλοτρίωση που επιφέρει η γενικευμένη απαίτηση παραγωγικότητας της αφηρημένης εργασίας, ενώ η ηθική της αφηρημένης εργασίας αντιστρατεύεται την αλλοτρίωση της συγκριμένης εργασίας, όταν η ιεραρχία των συγκεκριμένων καθηκόντων μετατρέπεται σε ιεραρχία ανθρώπων.
Ιδεολογία και «μυθοκρατία»
Ο διάλογος με τον Σπινόζα επιτρέπει στον Ριντ να στοχαστεί τα ερωτήματα που αφορούν την ιδεολογία και το φαντασιακό και τις μορφές επιθυμίας γύρω από την εργασία: γιατί οι άνθρωποι επιθυμούν να εργαστούν ή θεωρούν την εργασία το μέσο για την ικανοποίηση επιθυμιών και φαντασιώσεων, εντέλει γιατί οι άνθρωποι επενδύουν συναισθηματικά στην ίδια τους τη σκλαβιά και κυριαρχία; Προχωρά έτσι σε έναν διάλογο τόσο με τον Φρεντερίκ Λορντόν και τη δική του παράλληλη ανάγνωση του Μαρξ και του Σπινόζα, όσο και με την προσέγγιση του Υβ Σιτόν για το πώς η ιδεολογία λειτουργεί μέσα από τη διαμόρφωση αφηγήσεων, «ιστοριών», αυτό που αποκαλεί «μυθοκρατία», που εξηγεί γιατί η οικονομική ανασφάλεια και εργασιακή επισφάλεια των λαϊκών τάξεων μετασχηματίζεται σε ξενοφοβικές και ρατσιστικές αναπαραστάσεις και όχι σε κατανόηση του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός.
Η διαπίστωση του Σπινόζα ότι οι άνθρωποι συχνά βλέπουν το καλύτερο αλλά κάνουν το χειρότερο είναι η αφετηρία για ένα στοχασμό της δράσης που καταλήγει σε αυτό που ο Ριντ ορίζει, ακολουθώντας τον Αλεξ Γουίλιαμς, ως αρνητική αλληλεγγύη, δηλαδή την τάση πολλών εργαζομένων, αυτών που σήμερα καταφεύγουν στην υπερεργασία (και υφίστανται υπερεκμετάλλευση), να βλέπουν με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο όχι τους καπιταλιστές αλλά όσους νομίζουν ότι δεν εργάζονται αρκούντως παραγωγικά, από τους δημοσίους υπαλλήλους έως όσους λαμβάνουν προνοιακά επιδόματα. Η αρνητική αλληλεγγύη, εικόνα αρκετά οικεία στο σημερινό τοπίο, είναι αυτό που απομένει από την ταξική σύγκρουση όταν η τελευταία έχει εξασθενήσει. Είναι εκείνη η αγανάκτηση που δεν στρέφεται ενάντια στα αίτια του προβλήματος και γι’ αυτόν τον λόγο είναι μια στρατηγική ήττας, καθώς καταλήγει αντί για τον μετασχηματισμό, στην εξατομικευμένη προσπάθεια διαρκούς προσαρμογής σε μια συνθήκη που κάνει ακόμη χειρότερη τη θέση των εργαζομένων.