Τελικά έχει κι ένα καλό η μη συμμετοχή της Ντόρας Μπακογιάννη στην κυβέρνηση: μιλάει ελεύθερα, καρφώνει δεξιά κι αριστερά κι αυτά που λέει έχουν πάντα ενδιαφέρον. Να, τις τελευταίες δύο ημέρες είχε να πει από έναν καλό λόγο και για τα τρία μεγάλα κόμματα. Για το δικό της, ότι είναι καιρός να παρκάρουν κάποια καλάμια. Για το ΠΑΣΟΚ, ότι είναι ένα ατελείωτο δελφινάριο, με τα ¾ της κοινοβουλευτικής ομάδας να είναι υποψήφιοι αρχηγοί. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, ότι είναι απογοητευτικό πως το μήνυμα που πήρε ο Κασσελάκης από τις εκλογές είναι πως ήταν λάθος που έδειξε το σπίτι του.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι κρύβουν μια υπεροψία αυτοί οι χαρακτηρισμοί: μα «δελφινάριο» το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου; Η υπεροψία, όμως, είναι βασικά καταδικαστέα όταν διατυπώνεται από θέσεις εξουσίας. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να είναι ακόμη και γοητευτική.
Η Ντόρα είναι σήμερα κάτι ανάμεσα σε συνείδηση της παράταξής της και σοφή του χωριού. Στο δίλημμα που αντιμετωπίζει η Νέα Δημοκρατία (πιο κέντρο ή πιο δεξιά;), έχει απαντήσει εδώ και χρόνια: «Οποτε κινηθήκαμε προς το Κέντρο γίναμε κυβέρνηση, όποτε μετατοπιστήκαμε προς τα δεξιά συρρικνωθήκαμε». Μπορεί να χαρακτηρίζει έννοιες ασύμβατες τον Κασσελάκη και την εξωτερική πολιτική, δεν διστάζει όμως και να παραδεχθεί ότι η Ελλάδα άργησε να κυρώσει τα πρωτόκολλα για τη Βόρεια Μακεδονία, κάτι για το οποίο ευθύνεται φυσικά το κόμμα της. Κι αν ισχυρίζεται, χωρίς αναγκαστικά να πείθει, ότι στη Νέα Δημοκρατία δεν υπάρχουν ρεμπεσκέδες, δεν μπορεί να κρύψει τη διαχρονική της περιφρόνηση για τον άνθρωπο που τη διέγραψε. «Είναι λάθος να γίνει ανασχηματισμός στη λογική που τον έκανε η ΝΔ επί Σαμαρά», είπε τις προάλλες, φέρνοντας στη μνήμη θλιβερά επεισόδια της πρόσφατης ιστορίας που, μεταξύ άλλων, είχαν κάνει την Ανγκελα Μέρκελ να μη σηκώνει το τηλέφωνο στον τότε ομόλογό της.
Από το χιούμορ (όταν στην ατάκα του Ανδρουλάκη πως δεν θα δέσει τα κορδόνια της ΝΔ απαντά ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δένει κάθε μέρα τα κορδόνια του Μητσοτάκη, σε σημείο που ο Πρωθυπουργός πρέπει να πάει σε τσαγκάρη) και κάποιον ρομαντισμό (όταν στις διαλυτικές κινήσεις που παρατηρήθηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο στον ΣΥΡΙΖΑ παραφράζει το γνωστό τραγούδι λέγοντας περίπου «κι εμείς διαγραφήκαμε, αλλά δεν τρελαθήκαμε, τους φίλους μας δεν καίμε»), μέχρι τη γενναιότητα (όταν αναφέρεται στην περιπέτειά της με τον καρκίνο), η Ντόρα αποτελεί ένα είδος πολιτικού που κινδυνεύει να εκλείψει. Κάποιοι θα την ήθελαν υπουργό, κάτι για το οποίο δεν είναι φυσικά ποτέ αργά, κι ας το έχει αποκλείσει για μυστηριώδεις λόγους ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κάποιοι άλλοι εύχονται ο τελευταίος να τη συμβουλευόταν περισσότερο.
Αλλά η ίδια προτιμά να χαρεί τα εγγόνια της. Και ποιος μπορεί να την αδικήσει;