Το ηρωικό (για την Ελλάδα) 1821, η Γαλλία έστειλε 30.000 στρατιώτες να σφραγίσουν τα σύνορά της με την Ισπανία. Επισήμως, σκοπός ήταν να αποτραπεί η εξάπλωση μιας επιδημίας κίτρινου πυρετού που μάστιζε τότε τη Βαρκελώνη. Στην πραγματικότητα, σκοπός ήταν να αποτραπεί το πέρασμα φιλελεύθερων και επαναστατικών ιδεών από τη συνταγματική Ισπανία στη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΗ’. Τότε ήταν, σε κάθε περίπτωση, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «cordon sanitaire», «υγειονομικός κλοιός». Εκείνος που τον εμπνεύστηκε, μάλιστα, ήταν ο γάλλος γιατρός Αντριάν Προυστ, ο πατέρας του Μαρσέλ Προυστ.
Χρειάστηκαν ακριβώς 166 χρόνια για να περάσει ο όρος στην πολιτική – πρώτος, τον χρησιμοποίησε ο (ελληνικής καταγωγής) Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς, μετέπειτα επικεφαλής του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, σε ένα μανιφέστο που υπέγραψε το 1987 στη Monde. Το τι ακριβώς σημαίνει, το εξήγησε ωραία στην πολιτική του διαθήκη ο Ζακ Σιράκ: «Ποτέ μη συμβιβάζεστε με τον εξτρεμισμό, τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό ή την απόρριψη του άλλου». Στο τέλος της δεύτερης θητείας του, έναν μήνα πριν από τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου 2007, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας αποχαιρετούσε πολιτικά τους συμπατριώτες του. «Στην ιστορία μας, ο εξτρεμισμός κόντεψε ήδη να μας οδηγήσει στην άβυσσο. Είναι δηλητήριο. Διχάζει. Διαστρέφει, καταστρέφει. Ολα στην ψυχή της Γαλλίας λένε όχι στον εξτρεμισμό», είχε διαβεβαιώσει τότε ο ιδρυτής ενός κόμματος, του Συναγερμού για τη Δημοκρατία (RPR), που ακκιζόταν με την ιδέα ότι στέγαζε τους κληρονόμους του στρατηγού ντε Γκωλ.
Στο όνομα της πίστης σε αυτές τις γκωλικές ρίζες απέκλειαν οι ηγέτες του RPR, ήδη από τη δεκαετία του 1980, κάθε συμβιβασμό με το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο (FN). Δεν συνάπτεις συμφωνίες με ένα κόμμα που ιδρύθηκε από Πεταινιστές και πρώην μέλη της Οργάνωσης Μυστικού Στρατού (OAS), με τους κληρονόμους εκείνων που προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον ντε Γκωλ. Βέβαια, η απαγόρευση που θεωρητικοποίησε το επιτελείο του κόμματος αμφισβητούνταν ανέκαθεν στο πεδίο. Το 1983, για παράδειγμα, υποψήφιοι του RPR στις δημοτικές εκλογές συμμάχησαν με την Ακροδεξιά ώστε να νικήσουν την απερχόμενη σοσιαλίστρια δήμαρχο του Ντρε: ακόμα και ο Σιράκ είχε υποβαθμίσει τότε το γεγονός, κρίνοντας πως μερικοί ανώνυμοι Ακροδεξιοί στο δημοτικό συμβούλιο του Ντρε ωχριούσαν μπροστά στην παρουσία κομμουνιστών υπουργών στην κυβέρνηση (Μωρουά, επί προεδρίας Μιτεράν).
Αλλά ήταν ακόμα αρχές της δεκαετίας του 1980, το εκλογικό βάρος του FN ήταν αμελητέο. Οταν πια ο Ζαν-Μαρί Λεπέν ξεπέρασε το 14% των ψήφων, στις προεδρικές εκλογές του 1988, οι ηγέτες της ρεπουμπλικανικής Δεξιάς συνειδητοποίησαν το εύρος του προβλήματος. «Καλύτερα να χάσουμε μία εκλογική μάχη παρά την ψυχή μας», διακήρυξε ο Μισέλ Νουάρ. Φυσικά, η εφαρμογή αυτής της αρχής πάντα προκαλούσε εκνευρισμό. Μήπως είναι ώρα «να σπάσουν όλα τα ταμπού;», διερωτάτο, στη Figaro, ο συγγραφέας και αρθρογράφος Ζαν ντ’Ορμεσόν, μετά τη συντριβή της Δεξιάς στις πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές που προκήρυξε ο Σιράκ το 1997. Γιατί να απαγορεύει η Δεξιά στον εαυτό της μια συμμαχία με το FN, το ίδιο δεν έκανε ο Μιτεράν με το ΚΚ; επιχειρηματολογούσε.
Η ευκαιρία παρουσιάζεται την επόμενη χρονιά, στις περιφερειακές εκλογές του 1998, όταν η Δεξιά χάνει την πλειοψηφία σε καμιά δεκαριά περιφέρειες, που κινδυνεύουν να περάσουν στην Αριστερά: πέντε απερχόμενοι περιφερειάρχες δέχονται να επανεκλεγούν με τις ψήφους των λεπενικών περιφερειακών συμβούλων. Εκτοτε, το ερώτημα της σχέσης με την Ακροδεξιά δεν έπαψε ποτέ να δηλητηριάζει τη Δεξιά. Επί προεδρίας Σαρκοζί, ο ίδιος αλίευε ευθαρσώς ψήφους στα νερά της Ακροδεξιάς, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην κανονικοποίηση της ρητορικής της. Επί προεδρίας Ολάντ, ο τότε πρόεδρος της Δεξιάς (UMP εκείνη την περίοδο) Φρανσουά Κοπέ έβαλε ακόμα ένα καρφί στο φέρετρο του ρεπουμπλικανικού μετώπου προκρίνοντας το «ούτε – ούτε»: οι ψηφοφόροι της Δεξιάς κλήθηκαν να μη μεταφέρουν, στον δεύτερο γύρο, την ψήφο τους ούτε στην Ακροδεξιά ούτε στην Αριστερά. Αρκετά στελέχη της Δεξιάς προτίμησαν τότε να μετακινηθούν προς τη Λεπέν. Αλλά το cordon sanitaire, έστω και κακήν κακώς, άντεχε. Μέχρι την 11η Ιουνίου του 2024, όταν ο Ερίκ Σιοτί, ο ηγέτης των Ρεπουμπλικανών, ανακοίνωσε μια συμμαχία με την Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν, ενόψει των πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών που προκήρυξε ο Εμανουέλ Μακρόν.
Εν θερμώ, θα μπορούσε να πει κανείς πως, όταν το έδαφος έχει προλειανθεί (και στην προκειμένη περίπτωση, βοήθησε σε αυτό τόσο η Λεπέν όσο και ο Μακρόν, αμφότεροι ονειρεύονταν να εξαφανίσουν τη Δεξιά) αρκεί ένας μοιραίος άνθρωπος, που θα επικαλεστεί φυσικά λόγους ανωτέρου συμφέροντος ή απλά επιβίωσης, για να ανοίξει η κερκόπορτα. Ομως τελικά, τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο, τίποτα δεν είναι τετελεσμένο, η Ακροδεξιά δεν είναι ένα ανίκητο τέρας, έχει μόνο τη δύναμη που της παραχωρούμε: το επιβεβαιώνει η εξέγερση που πυροδότησε ο Σιοτί στο κόμμα του, το «όχι» που βροντοφώναξε στη Λεπέν η συντριπτική πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών. Και δεν έχει σημασία το μέγεθος του κόμματος, άλλοτε κυρίαρχου, πλέον δευτεραγωνιστή, εδώ μιλάμε για αρχές. Υπάρχει ελπίδα, λοιπόν. Τουλάχιστον μέχρι τις 30 Ιουνίου, τον πρώτο κοινοβουλευτικό γύρο – μετά να το ξαναδούμε.