Στις ευρωεκλογές δημιουργείται η θεσμική ψευδαίσθηση ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα ενιαίο δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης, την πορεία της οποίας καθορίζει ένα ευρωπαϊκό εκλογικό σώμα (παλιότερα γινόταν συχνά λόγος για τον «ευρωπαϊκό δήμο») που έχει την αρμοδιότητα και την ικανότητα να λαμβάνει, έστω σε γενικές γραμμές και μέσα από τις διαθλάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τις σημαντικές αποφάσεις.
Αυτό βεβαίως δεν αληθεύει. «Ευρωπαϊκή Δημοκρατία» ως πολιτειακή οντότητα έστω υβριδικού χαρακτήρα δεν υπάρχει, το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως περιγράφεται στις Συνθήκες (ΣΕΕ και ΣΛΕΕ) δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Φιλοδοξεί να λειτουργεί με έμφαση στις εγγυήσεις του κράτους δικαίου (rule of law), αλλά η δημοκρατική αρχή, ακόμη και υπό την απλή εκδοχή της πλειοψηφικής αρχής δεν λειτουργεί ολοκληρωμένα στο θεσμικό επίπεδο της Ενωσης. Λειτουργεί μόνο σε συνδυασμό με το θεσμικό και πολιτικό γίγνεσθαι των 27 κρατών – μελών σε εθνικό επίπεδο.
Αυτό προκύπτει κατ’ αρχάς θεσμικά. Πιο κρίσιμες για την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι οι εθνικές εκλογές, κυρίως οι βουλευτικές, σε ορισμένες περιπτώσεις οι προεδρικές, που διεξάγονται όχι ταυτόχρονα αλλά σύμφωνα με τους εθνικούς εκλογικούς κύκλους, άρα διαδοχικά, με την Ενωση να βρίσκεται σε μια κυλιόμενη διαρκή προεκλογική περίοδο. Αν μάλιστα προσθέσουμε κρίσιμες αναμετρήσεις σε ομόσπονδα κράτη ή σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο καθώς και τυχόν εθνικά δημοψηφίσματα, τότε η εικόνα γίνεται ακόμη πιο πυκνή και πολύπλοκη.
Η σύνθεση των σημαντικότερων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης προκύπτει από τις εθνικές και όχι τις ευρωπαϊκές εκλογές. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο (υπουργών) συγκροτούνται με βάση τις επιλογές του εκλογικού σώματος σε κάθε κράτος – μέλος και με κριτήρια εσωτερικής πολιτικής. Η σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο επίπεδο των μελών της που συγκροτούν το κολέγιο των επιτρόπων, προκύπτει επίσης σε εθνικό επίπεδο στο οποίο αποφασίζεται το προτεινόμενο πρόσωπο που πρέπει να το αποδεχθεί ο / η Πρόεδρος της Επιτροπής και να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αυτή όμως η παρέμβαση μπορεί οριακά να ανατρέψει μια πρόταση αλλά δεν την υπαγορεύει.
Τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών είναι βεβαίως κρίσιμα για τον διορισμό του / της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με το προβάδισμα να ανήκει στον υποψήφιο του πρώτου σε αριθμό εδρών ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος και πάντως η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει τον τελευταίο λόγο. Ολες όμως οι κρίσιμες πολιτικές διεργασίες συντελούνται στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η σύνθεση του οποίου προκύπτει, όπως τονίστηκε, από τις εθνικές εκλογές.
Στους ίδιους θεσμικούς και πολιτικούς «καταναγκασμούς» που κυριαρχούνται από διακυβερνητικού χαρακτήρα συμβιβασμούς αλλά βρίσκονται πολύ μακριά από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε εθνικό επίπεδο, υπόκειται και η κατανομή των άλλων σημαντικών ενωσιακών αξιωμάτων. Ο/η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επιλέγεται από το ίδιο. Ο / η Υπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και Αντιπρόεδρος της Επιτροπής ανήκει σε πολιτική οικογένεια διαφορετική από τον / την Πρόεδρο της Επιτροπής. Η εκλογή, για τη μισή περίοδο, του / της Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ακολουθεί τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές παραδόσεις και σέβεται το κριτήριο της δύναμης των κοινοβουλευτικών ομάδων. Για τη δε εξαιρετικά κρίσιμη θέση της / του Προέδρου της ΕΚΤ η επιρροή των ευρωεκλογών δεν είναι όχι άμεση αλλά ούτε καν ορατή νομικά και πολιτικά.
Από την άλλη πλευρά οι ευρωπαϊκές εκλογές εμφανίζονται διακριτικά ως εκλογές «δεύτερης τάξης», χωρίς δήθεν εθνικό πολιτικό «διακύβευμα», αλλά (συγγνώμη για την εμφατική ταυτολογία) εκ του αποτελέσματός τους παράγουν πολύ συχνά κρίσιμο εθνικό πολιτικό αποτέλεσμα. Ηδη η Γαλλία οδεύει λόγω των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών σε εθνικές βουλευτικές εκλογές και πιθανότατα σε «συγκατοίκηση» που δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές του ημιπροεδρικού συστήματος. Στο Βέλγιο ο πρωθυπουργός υπέβαλε την παραίτησή του και σε όλα τα κράτη – μέλη τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών λειτουργούν ως κρίσιμο στοιχείο επιβεβαίωσης ή αμφισβήτησης της δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης και ευρύτερα ως στοιχείο που επηρεάζει ή ακόμη και διαμορφώνει το εθνικό πολιτικό σκηνικό.
Αυτό το πολύπλοκο και τεθλασμένο θεσμικό σύστημα που διαθέτει πλέον αρκετά εξελιγμένα ενωσιακά χαρακτηριστικά, σε όλα όμως τα κρίσιμα θέματα κυριαρχούν τα διακυβερνητικά χαρακτηριστικά, δεν μπορεί ούτε να αλλάξει ούτε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η λειτουργία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και η προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ως ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εννοώ εδώ τουλάχιστον τη δυνατότητα να δίνεται μια ενιαία, καθαρή και αποτελεσματική απάντηση της Ευρώπης στα μεγάλα ερωτήματα που αφορούν τη διεθνοπολιτική θέση, την ασφάλεια, την ταυτότητα, την ανταγωνιστικότητά της, την αντοχή της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας, τη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών, τη διαχείριση της σχέσης με την τεχνολογία και τη φύση. Δεν αναφέρομαι καν στην πιθανότητα νέας διεύρυνσης ή σε θεσμικές αλλαγές που μπορούν να υιοθετηθούν με αναθεώρηση των Συνθηκών.
Αυτή είναι μια διαρθρωτικά απαισιόδοξη διαπίστωση που εξηγεί όμως γιατί η Ευρώπη είναι και για θεσμικούς λόγους καθηλωμένη σε μια πολιτική υπνοβασία. Για την ακρίβεια κινείται μεταξύ μακρών περιόδων υπνοβασίας και στιγμών έκλαμψης όταν αντιδρά τελικά με επιτυχία σε διάφορες κρίσεις για τη διαχείριση των οποίων αρκούν χρηματοοικονομικού χαρακτήρα αποφάσεις. Αυτές όμως δεν αρκούν για όλες τις κρίσεις και τις προκλήσεις. Χρειάζονται και πολύ πιο δύσκολες αποφάσεις όχι μόνο από τις κυβερνήσεις και τα εθνικά πολιτικά συστήματα των κρατών μελών αλλά και από τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες που έρχονται αντιμέτωπες με ιστορικές παραδοχές και αντιφάσεις.
Ας είμαστε συνεπώς ρεαλιστές. Στις ευρωεκλογές της περασμένης εβδομάδας δεν ελήφθη κάποια απόφαση για τα κρίσιμα θέματα που κυριαρχούν στη διεθνή και στην ευρωπαϊκή ατζέντα. Ολη η συζήτηση, σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, σε σχέση με τις ευρωεκλογές, αφορά τις εσωτερικές, θεσμικές και πολιτικές, προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν στα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Ενωση ως οντότητα ώστε να μπορούν να ληφθούν αποφάσεις έστω με τις διαδικαστικές πολυπλοκότητες, τις διαθλάσεις και τις καθυστερήσεις που γνωρίζουμε. Στο μεταξύ όμως όλα τρέχουν, από την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, μέχρι τα δικά μας Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Από τις σχέσεις της Δύσης με την Κίνα και τη Ρωσία μέχρι τις ευρωαμερικανικές σχέσεις ως προϋπόθεση για τη στρατηγική υπόσταση της Δύσης. Από τις εξελίξεις στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης μέχρι την κλιματική κρίση. Από τις ανισότητες και τις ασυμμετρίες στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών μέχρι τις ταυτοτικές προκλήσεις που τρέφουν τις ακροδεξιές εκδοχές του λαϊκισμού. Δυστυχώς η υπνοβασία συνεχίζεται και αναζητείται η πιθανότητα οι εσωτερικές εξελίξεις στα κρίσιμα κράτη – μέλη να επιτρέψουν την αφύπνιση χωρίς ανεπανόρθωτη καθυστέρηση.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών, Εθνικής Αμυνας και καθηγητής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ