Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, κοντεύουμε να το ξεχάσουμε πια, η Κεντροαριστερά – ή όπως αλλιώς θέλει να την ονομάζει κανείς – ζούσε μια δεύτερη άνοιξη, μετά τα πρώτα τριάντα ένδοξα μεταπολεμικά της χρόνια. Στις ευρωεκλογές του 1994, τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν συγκεντρώσει ένα συνολικό 35% και ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο, με 198 έδρες έναντι 157 του Λαϊκού Κόμματος. Μέχρι το τέλος εκείνης της δεκαετίας οι σοσιαλιστές κυβερνούσαν στις 10 από τις 15 χώρες που μετείχαν τότε στην Ενωση.
Τριάντα χρόνια αργότερα, οι σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες μετέχουν στις κυβερνήσεις μόλις τεσσάρων από τις 27 χώρες της Ενωσης – όπου, μάλιστα, οι εκλογικές τους επιδόσεις την περασμένη Κυριακή δεν ήταν σπουδαίες. Στις ευρωεκλογές πανηγύρισαν που κατάφεραν να κρατήσουν, συνολικά, τη δεύτερη θέση, με ένα ποσοστό λίγο πάνω από 18%. Μετέχουν πάντα στη μεγάλη ευρωπαϊκή συναίνεση, αλλά έχουν πάψει προ πολλού να ασκούν την επιρροή που κάποτε είχαν.
Συνεχίζεται, έτσι, μια συζήτηση που ανακυκλώνεται εδώ και δύο δεκαετίες: Ζούμε μια εποχή πολιτικής παρακμής της σοσιαλδημοκρατίας; Μήπως η Αριστερά συνολικά έχει χάσει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με ευρύτερα ακροατήρια και την ικανότητα, ιδίως, να απευθύνεται στις κοινωνικές ομάδες που συνέχονται από τον φόβο της πτώσης; Μήπως την υποκατέστησαν στον ρόλο αυτό οι λαϊκιστές της αντιδραστικής Δεξιάς; Μήπως το τοπίο της κοινωνικής επισφάλειας είναι πια ένα ελεύθερο κυνηγετικό πάρκο για τους ριζοσπάστες της εθνικιστικής Δεξιάς; Είναι μια συζήτηση που μας αφορά. Γιατί, όπως ακριβώς η άνοιξη της δεκαετίας του ’90 είχε εγκατασταθεί και στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, με τον ίδιο τρόπο φαίνεται να μας σημαδεύει και το ευρωπαϊκό φθινόπωρο της Κεντροαριστεράς. Σε ευρωεκλογές όπου η κυβερνητική παράταξη έχασε σχεδόν ένα εκατομμύριο ψήφους, από τον περασμένο Ιούνιο, η καθ’ ημάς Κεντροαριστερά – ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά και Δημοκράτες –, αθροιζόμενη έστω και παρά τη θέλησή της, έχασε κι αυτή κοντά 200.000 ψήφους.
Εξηγήσεις έχουν διατυπωθεί πολλές. Η κεντρική: η Κεντροαριστερά – λένε – μετακινήθηκε προς έναν «προοδευτικό φιλελευθερισμό» στις οικονομικές της θέσεις στα χρόνια του «τρίτου δρόμου», ο οποίος νόθευσε τα αριστερά χαρακτηριστικά της. Η διαχείριση της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ιδίως από τα κόμματα που βρέθηκαν σε θέσεις κυβερνητικής ευθύνης στα δύσκολα χρόνια, έκανε την απόσταση από τα λαϊκά ακροατήρια μεγαλύτερη. Και η μετατόπισή της προς μια ατζέντα δικαιωμάτων και οικολογίας, που συγκινεί τα πιο μορφωμένα και νεανικά στρώματα των πόλεων, δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο αυτή την επικοινωνία.
Η βασική εξήγηση έχει προφανώς την αξία της. Δύο δεδομένα, ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πρώτον, μια σειρά από νεότερες έρευνες βεβαιώνουν ότι ο μύθος πως η Αριστερά / Κεντροαριστερά χάνει ψήφους προς την Ακρα Δεξιά είναι αυτό ακριβώς – μύθος. Δεν επιβεβαιώνεται από κανένα πραγματικό δεδομένο. Το γεγονός ότι η εκλογική κάμψη της σοσιαλδημοκρατίας συμβαίνει ταυτόχρονα με την άνοδο της Ακροδεξιάς δεν σημαίνει ότι οι δύο τάσεις συνδέονται ή εξηγούν η μία την άλλη. Η Κεντροαριστερά χάνει ψήφους προς άλλα αριστερά σχήματα ή δυνάμεις του Κέντρου. Και δεύτερον, η εκλογική κάμψη της Κεντροαριστεράς δεν συνδέεται ούτε εξηγείται από την απώλεια της ελκτικής δύναμης των ιδεών της. Αντίθετα. Οι κάλπες την απογοητεύουν σε μια περίοδο που οι κεντρικές της ιδέες μάλλον κερδίζουν έδαφος. Στην πρόσφατη, μεγάλη έρευνα «Τι πιστεύουν οι Ελληνες», για παράδειγμα, η Σοσιαλδημοκρατία είναι ο ιδεολογικός χαρακτηρισμός που εκφράζει τους σχετικά περισσότερους Ελληνες (20,5%), με τον Φιλελευθερισμό δεύτερο (19,3%) και τον Σοσιαλισμό τρίτο (13,8%). Συνολικά (και κάπως αφοριστικά) η Κεντροαριστερά ίσως να μην υποφέρει εκλογικά τόσο επειδή η Ακροδεξιά τής κλέβει ψήφους, όσο γιατί επέτρεψε στα κόμματα της Κεντροδεξιάς να εμφανίζονται ως αυθεντικότεροι – ή έστω αποτελεσματικότεροι – εκφραστές κάποιων ιδεών της.
Οποια κι αν είναι η εξήγηση της πτώσης, έχουν δοκιμαστεί στην πράξη τρία αντίδοτά της. Το ένα, που δοκιμάστηκε στην Ελλάδα με τον πρώιμο ΣΥΡΙΖΑ, στην Ισπανία με τους Podemos και στη Γαλλία με τους «ανυπότακτους», είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους της Αριστεράς σε ένα πιο ριζοσπαστικό στίγμα. Το πείραμα ολοφάνερα έκλεισε τον κύκλο του.
Το δεύτερο είναι η υιοθέτηση ενός μέρους της ριζοσπαστικής δεξιάς ατζέντας, και ειδικά των αντιμεταναστευτικών θέσεων. Υιοθετήθηκε από τους δανούς σοσιαλδημοκράτες και σε μια πιο «μπρουτάλ» εκδοχή από το κόμμα Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία. Τα εκλογικά κέρδη είναι οριακά, αλλά η συνταγή δεν πάει μακριά. Το τρίτο αντίδοτο είναι η συνταγή που ακολούθησαν στις τελευταίες ευρωεκλογές οι γάλλοι και οι ολλανδοί σοσιαλιστές – τα δύο διασημότερα άλλα θύματα του περίφημου «pasokification». Ενας συνδυασμός ηγετικής ανανέωσης και επιστροφής στις εργοστασιακές ρυθμίσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Οι γάλλοι Σοσιαλιστές από το 1,75% των προεδρικών εκλογών του 2022 σκαρφάλωσαν στο 14% με το ψηφοδέλτιο Γκλικσμάν. Και οι ολλανδοί Εργατικοί, επιστρατεύοντας ένα βαρύ ευρωπαϊκό όνομα, τον Φρανς Τίμερμανς, επέστρεψαν από το 5,7% του 2017 σε ένα 21,6%, που τους έδωσε την πρώτη θέση και τη νίκη επί της Ακροδεξιάς.
Τι θα μπορούσε να μεταφερθεί από αυτήν την εμπειρία στην ανοιχτή και αγωνιώδη συζήτηση που πυροδότησαν τα εκλογικά αποτελέσματα στα αριστερά του Κέντρου; Ισως ότι εκείνο που προέχει είναι η μάχη των ιδεών και των πολιτικών προγραμμάτων, όχι η κομματική κουζίνα και οι συνωμοσίες των μηχανισμών. Οτι η ηγετική ανανέωση είναι συχνά ωφέλιμη, αλλά ποτέ επαρκής. Κι ότι, ειδικά με τα δεδομένα του ελληνικού εκλογικού κύκλου, η υπέρβαση των στενών ορίων των σημερινών κομματικών ταυτοτήτων είναι αναγκαία. Αν όχι με τη μορφή μιας συνολικής, υπερβατικής επανίδρυσης, πάντως με την προσαρμογή σε μια ρεαλιστική προοπτική συνεργασίας μεταξύ πολιτικών οργανισμών, που έχουν αλλάξει τόσο ώστε να είναι όχι μόνον πρόθυμες αλλά και ικανές να συνεργάζονται.