Τα πλάνα προβάλλονται ξανά και ξανά. Και η καρδιά σπαράζει. Είναι η επιτομή αυτού που, από το σχολείο ακόμη, μάθαμε ότι λέγεται τραγική ειρωνεία. Το να γνωρίζει, δηλαδή, ο θεατής το κακό που πρόκειται να συμβεί στον ήρωα ενώ ο ίδιος δεν το ξέρει. Ο,τι συμβαίνει όταν βλέπουμε την εντεκάχρονη να πλένει με νοικοκυρίστικη αφοσίωση το αυτοκίνητο που θα την οδηγούσε σε έναν αποτρόπαιο και μαρτυρικό θάνατο.   Το έγκλημα στην Ηλεία συντάραξε όλη την Ελλάδα. Λόγω της αγριότητάς του αλλά και των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε. Σχεδόν «οικογενειακές». Μία αποτρόπαια δολοφονία υπό την «ομπρέλα» της καθημερινής κανονικότητας. Και σε αυτές τις περιπτώσεις τα θύματα είναι πάντα οι πιο αθώοι. Αυτοί που δεν μπορούν να δουν πίσω από την «κουρτίνα» των συμβάσεων μίας μικροκοινωνίας. Η Βασιλικούλα που ακολούθησε τον δήμιό της, θα το έκανε αν ήξερε το παρελθόν του;

Εχω την εντύπωση ότι σε αυτό το έγκλημα αντανακλώνται πολλές παθογένειες της Ελλάδας. Σε κρατικό και κοινωνικό επίπεδο. Πρώτα απ’ όλα η περίπτωση του δράστη. Καταδικασμένος ερήμην για κλοπές αυτοκινήτων και μηχανών. Αλλά και για βιασμό ανηλίκου, ενός 14χρονου κοριτσιού. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι μέχρι το Εφετείο μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερος. Δεν θα κρίνω εγώ τα της απόφασης, δεν γνωρίζω τα νομικά, είναι προφανές ότι ο νόμος έδινε αυτό το περιθώριο. Ακούω ωστόσο ότι οι γονείς της 14χρονης δεν έκαναν, τότε, μήνυση. Μόνο να φανταστώ μπορώ τους λόγους. Ισως δεν ήθελαν να «μπλέξουν με δικαστήρια». Μία κυρίαρχη νοοτροπία που την ξέρω από πρώτο χέρι. Κι αν εγώ, άνθρωπος του «καρακέντρου», δεν ήθελα να μπλέξω, πριν από 25 χρόνια, με δικαστήρια και καταγγελίες ύστερα από μία λάθος διάγνωση μεγαλογιατρού και λάθος θεραπεία που μου προκάλεσε πολλά προβλήματα, φαντάζομαι τι μπορεί να συμβαίνει με ανθρώπους της περιφέρειας. Αραγε μόνο αυτό ή ο στιγματισμός ακόμη και του θύματος σε αυτές τις περιπτώσεις, κυρίως σε μικρές κοινότητες;

Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος της Βασιλικής, ύστερα από την πρωτόδικη καταδίκη του για βιασμό, φαίνεται ότι δεν είχε προβλήματα με τους συγχωριανούς τους. Οι μαρτυρίες λένε ότι για όλους, σχεδόν, η ιστορία του βιασμού ήταν, απλώς, μια εκκρεμής υπόθεση. Μπαινόβγαινε σε σπίτια με ανήλικα, έμενε λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι του πρώτου θύματός του. Ολα καλά και κουκουλωμένα. Ολα να μοιάζουν, ακόμη και αν δεν είναι, κανονικά. Οπως το έχει τραγουδήσει ο Σαββόπουλος. «Ολαρία ολαρά, γύρω γύρω τα παιδιά / ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ έναν χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά / ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά».

Κι ύστερα ήρθε το αποτρόπαιο φονικό. Η Ελλάδα ανατριχιάζει, η τοπική κοινωνία εξαγριώνεται. Αυτοί που μέχρι τότε έκαναν τα στραβά μάτια ή, έστω, ανέχονταν τον δράστη του βιασμού, εξαγριώνονται, ορμάνε να τον λιντσάρουν, κάποιοι βάζουν φωτιά στο σπίτι όπου μένει η οικογένειά του. Η συνωμοσία της σιωπής σκάει στον αέρα. Και αυτή η «έκρηξη» θα έχει και άλλα «θύματα». Ας πούμε τα ανήλικα παιδιά του καθ’ ομολογία δολοφόνου. …Αυτό το έγκλημα είναι όλη η Ελλάδα. Μπορεί κι ο κόσμος ολόκληρος.