Στην αρχή της πορείας προς τις κάλπες της 9ης Ιουνίου σχεδόν όλα τα κόμματα συμφώνησαν ότι οι φετινές ευρωεκλογές θα αποτελούσαν ορόσημο πολιτικών εξελίξεων.
Μένει, όμως, τώρα που τελείωσε η εκλογική αναμέτρηση να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους το ορόσημο των ευρωεκλογών έγινε σημείο καμπής ενός κομματικού ανταγωνισμού που άφησε παγερά αδιάφορη τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.
Τα πρωτοφανή ποσοστά της αποχής σημαίνουν, άλλωστε, το τέλος της ανοχής τους απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που βυθίζεται ταχύτατα σε μια πολλαπλή κρίση αξιοπιστίας, αντιπροσωπευτικότητας και ηγεσίας.
Καμία επίκληση του γεγονότος ότι πράγματι η έλλειψη εθνικού διακυβεύματος μείωσε το ενδιαφέρον και χαλάρωσε τις (εκλογικές) συμπεριφορές των ψηφοφόρων δεν αποτελεί άλλοθι για την αδυναμία των πρωταγωνιστών του κομματικού ανταγωνισμού να εμπνεύσουν τα ακροατήριά τους.
Οπως αποδείχτηκε ούτε να τα φοβίσουν δεν είναι πια σε θέση. Εξού και μειωμένη ευστοχία διλημμάτων του τύπου «σταθερότητα ή χάος». Αλλωστε αν αυτού του είδους τα διλήμματα μπορούσαν να πιάσουν τόπο, θα είχε φανεί στο χειροκρότημα του εκλογικού σώματος ενόψει των εθνικών αναμετρήσεων των προηγούμενων πολλών ετών. Πλην όμως ουδόλως συνέβαλαν στην ανάσχεση της συρρίκνωσης του εκλογικού σώματος που σήμερα πια συνιστά το μέγιστο πρόβλημα της σύγχρονης Δημοκρατίας.
Η διαφορά μεταξύ των ευρωεκλογών που αποτελούν ορόσημο πολιτικών εξελίξεων και των ευρωεκλογών που εξελίχθηκαν σε σημείο καμπής του κομματικού ανταγωνισμού έγκειται ακριβώς στο ενδεχόμενο να μην υπάρχει επιστροφή σε πιο ισορροπημένους συσχετισμούς, με αποτέλεσμα το αντιπροσωπευτικό σύστημα να κατακερματίζεται όλο και περισσότερο και το πολιτικό τοπίο να θυμίζει όλο και πιο πολύ το 2012 της κατάρρευσης του δικομματισμού της μεταπολίτευσης.
Μετά τις περσινές διπλές εθνικές εκλογές το κυβερνών κόμμα εμφανίστηκε ηγούμενο μιας νέας πολιτικής εποχής επιτυγχάνοντας να διεισδύσει στις λαϊκές συνοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων και στους νεότερης ηλικίας ψηφοφόρους. Στις ευρωεκλογές έχασε και τα δυο αυτά στρατηγικά πλεονεκτήματα, πράγμα σημαντικότερο από την απώλεια του σχεδόν ενός εκατομμυρίου ψηφοφόρων που προτίμησαν να απέχουν παρά να το ξαναψηφίσουν.
Εξίσου, αν όχι σοβαρότερο, είναι για τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, το πρόβλημα της διαφαινόμενης μείωσης της επιρροής της στον χώρο του πολιτικού και κοινωνικού Κέντρου, όπου εδραζόταν μέχρι σήμερα η πολιτική κυριαρχία της και εν μέρει η ιδεολογική ηγεμονία της. Εφεξής θα είναι πολύ δυσκολότερο να την ανακτήσει δεδομένου ότι μεταξύ των αυτοτοποθετούμενων στην Κεντροδεξιά και των αυτοτοποθετούμενων στην Κεντροαριστερά ψηφοφόρων έχει πλέον επέλθει μια απόλυτη ισοπαλία που καθιστά προβληματικότερη την οποιαδήποτε στροφή επαναπροσέγγισης με τους παραδοσιακούς συντηρητικούς ψηφοφόρους.
Εχοντας περάσει πολύ πιο κάτω από τον πήχη του 33%, που άγνωστο γιατί η ηγεσία της είχε θέσει ως εκλογικό στόχο της, η ΝΔ κινδυνεύει τώρα να βρεθεί αντιμέτωπη με τις ανάδρομες δυναμικές που κατά πάσα πιθανότητα θα πυροδοτήσει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Οσο και αν το πολιτικό κενό που χάσκει εξαιτίας της ανυπαρξίας αντιπάλου δέους στη μονοκρατορία Μητσοτάκη εμποδίζει μεσοπρόθεσμα την ανατροπή των υφιστάμενων ισορροπιών, το σίγουρο είναι ότι αργότερα ή γρηγορότερα το εκλογικό σώμα θα το καλύψει, έστω και αν χρειαστεί να εφεύρει τους τρόπους και τα πρόσωπα με τα οποία θα το κάνει. Για τον απλούστατο λόγο ότι, όπως η φύση, έτσι και η κοινωνία δεν ανέχεται τα κενά. Της προκαλούν απόγνωση και είναι αυτή η απόγνωση που θεριεύει την Ακροδεξιά.
Αν οι προσφορές που θα καταθέσουν τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της νέου τύπου πολιτικής ζήτησης που διαμορφώνεται στους καιρούς μας, οι πολίτες θα δοκιμάσουν άλλες προσφορές.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας – αναλυτής