Στις ευρωεκλογές κέρδισε η Ευρώπη του ευρώ και του Erasmus, του Ταμείου Ανάκαμψης και της κοινωνικής συνοχής, της συναδέλφωσης των λαών και της υπέρβασης των συνόρων. Οχι συντριπτικά, αλλά με καθαρή πλειοψηφία (και) στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εχασε η Ευρώπη του εθνικισμού και της περιχαράκωσης, του μίσους και της ρωσοφιλίας, της απόρριψης της ανοχής και της διαφορετικότητας. Οχι σε όλες τις χώρες, αλλά με τρόπο που επιτρέπει μια σχετικά ομαλή λειτουργία των νέων οργάνων της Ενωσης. Το τελικό αποτέλεσμα μιας δύσκολης και δυσοίωνης αναμέτρησης ήταν μια καθαρή νίκη της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.

Από εκεί και πέρα είναι απαραίτητες ορισμένες σχετικοποιήσεις.

Πρώτον, ναι μεν σώθηκε η παρτίδα, ή έστω τα προσχήματα, σε συνολικό επίπεδο, αλλά σε μια σειρά από χώρες τα πράγματα, μετά τις εκλογές, έγιναν εξαιρετικά δύσκολα. Στις χώρες αυτές ανήκουν και οι τρεις μεγαλύτερες της Ενωσης, αποδυναμώνοντας έτσι αυτομάτως το συνολικό οικοδόμημα. Η Γαλλία βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, δηλαδή της ανόδου της Ακροδεξιάς στην εξουσία, μετά τη διάλυση της Βουλής από τον πρόεδρο Μακρόν, ο οποίος έχασε, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών, την ηγετική του δυναμική. Στη Γερμανία, η κυβέρνηση, ψυχραιμότερη, θα φτάσει κουτσαίνοντας ως τις προγραμματισμένες για το 2025 εκλογές, έχοντας όμως πλήρως απονομιμοποιηθεί και με ελάχιστα περιθώρια κινήσεων. Στην Ιταλία, ο κίνδυνος προέρχεται από τη σταθεροποίηση της Μελόνι ως πόλου όχι απλώς εξουσίας αλλά συσπείρωσης της πιο ύπουλης μορφής ευρωσκεπτικισμού, εκείνου που δεν λέει το όνομά του και υπονομεύει την ευρωπαϊκή ιδέα εκ των έσω.

Δεύτερον, ναι μεν διατηρήθηκε μια φιλευρωπαϊκή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, όμως ο άξονάς της μετατοπίστηκε πολύ δεξιότερα και με καθοριστική επιρροή δυνάμεων που κείνται δεξιότερα της μετριοπαθούς Δεξιάς: παρότι οι υφιστάμενες ακροδεξιές ομάδες (οι πιο «ήπιοι» Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές και οι πιο ακραίοι Ταυτότητα και – εθνική – Δημοκρατία) κέρδισαν μόνο τρεις περισσότερες έδρες, στο Ευρωκοινοβούλιο μπήκαν και πολλές νέες μορφές Ακροδεξιάς, ενώ σε πολλές χώρες – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας – ακροδεξιά κόμματα ενισχύθηκαν και συμμετέχουν σε κυβερνήσεις. Η εντονότερη «φωνή» της Ακροδεξιάς είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επηρεάσει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις που έχει μπροστά της η Ενωση: «αυστηροποίηση» της μεταναστευτικής πολιτικής, περιορισμός κοινών σχεδίων και κοινωνικών παρεμβάσεων, πάνω απ’ όλα επιβράδυνση του ρυθμού και νέρωμα των μέτρων που προβλέπονται στην Πράσινη Συμφωνία (ήδη η αγωνιζόμενη για την επανεκλογή της πρόεδρος της Επιτροπής διαπραγματεύεται αναβολή ή και κατάργηση του συμφωνημένου για το 2035 τερματισμού παραγωγής ρυπογόνων αυτοκινήτων). Το ίδιο το – άρρητο αλλά ως σήμερα κοινά αποδεκτό – Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Συμβόλαιο τραντάζεται συθέμελα.

Τρίτον και ίσως μακροπρόθεσμα κυριότερον, ναι μεν οι εκλογές διεξήχθησαν ομαλά και με οριακά ικανοποιητική συμμετοχή (51%), αλλά τέθηκαν, για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία, υπό τον αστερισμό τόσης βίας – φραστικής, κυρίως από τους εχθρούς της Ευρώπης, αλλά και σωματικής, από τους εχθρούς της δημοκρατίας. Πέρα από τις επιθέσεις στους πρωθυπουργούς της Σλοβακίας, της Δανίας και, έμμεσα, της Ισπανίας, συγκλονιστικό είναι το κύμα επιθέσεων και δολοφονιών στη Γερμανία, η εμβάθυνση του κρατικού αυταρχισμού στην Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Σλοβακία, το κλίμα μίσους στο Βέλγιο, την Ολλανδία, ακόμα και τη Γαλλία. Τη στιγμή που η δημοκρατία δοκιμάζεται παγκοσμίως και το «ύφος Τραμπ» επανέρχεται δριμύτερο, η ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν δικαιούται να απογοητεύεται αλλά και δεν δικαιολογείται να μην ανησυχεί.