Η ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι η πιθανή μακροημέρευση της Νέας Δημοκρατίας οφείλεται στην αδυναμία των αντιπολιτευόμενων κομμάτων της Κεντροαριστεράς να συνθέσουν παράταξη. Η αντοχή της οφείλεται στους αντιπάλους της. Μοιάζει εύλογος ισχυρισμός, είναι όμως ακριβής; Ο προσωποκεντρικός ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη αδυνατεί, για την ώρα, να πολιτικοποιήσει τον λόγο του, περιοριζόμενος στο επικοινωνιακό σφρίγος. Ουσιαστικά δεσμευόμενος σε αυτό που το κόμμα χρειαζόταν περισσότερο μετά τη συντριπτική ήττα του 2023: μια αισιόδοξη και ελπιδοφόρα φρεσκάδα, μια αυτοπεποίθηση στον δημόσιο λόγο. Η επικοινωνιακή στίλβη κατακτήθηκε και με το ταλέντο του προέδρου του, η πολιτική εμβάθυνση χάθηκε, σαν να κρύφτηκε πίσω από τόνους επικαιρικών στιγμιοτύπων και τεχνασμάτων. Επίσης κάτι καθοριστικό: η οργανωτικά λιποθυμική κατάσταση υπήρχε πριν από τις εθνικές εκλογές και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και όσο οι οργανώσεις κείτονταν στο θρηνητικό πάτωμα, τόσο αυτό το στοιχείο έκανε ακόμα εντονότερη την επικοινωνιακή υπερδιέγερση που, όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα, δεν απέφερε τα αναμενόμενα.

Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, φάνηκε να καθηλώνεται σε έναν πολιτικό κλασικισμό, που αποδυνάμωνε τα καλά χαρακτηριστικά νέων και μορφωμένων στελεχών τα οποία έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια. Το λάθος να προσδιορίσει την επιτυχία στη διεκδίκηση της δεύτερης θέσης (που βασίστηκε στην υπεραισιοδοξία της μονοψήφιας κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ το 2023) κάνει τη σημερινή ισχνή άνοδο ήττα. Και διεγείρει δυσανάλογες εσωτερικές αντιδράσεις προς την ηγεσία, αντιδράσεις που μέχρι σήμερα βρίσκονταν σε ύπνωση. Οι παλιές εσωκομματικές διαιρέσεις ξαναφούντωσαν και αντιμαχούν στα social. Το πρόβλημα είναι ότι και οι δύο χώροι της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, υπερασπίζονται (με επιπολαιότητα) την αλληλαπέχθεια, που σε μεγάλο βαθμό επισώρευσε η μνημονιακή περιπέτεια, και συγχρόνως είναι δέσμιοι της νέας αλληλεξάρτησης.

Αν θέλουν να υπάρξουν ως εξουσιαστικά μεγέθη (άρα να καρπωθούν τα μεγάλα κοινά), θα πρέπει να συνενωθούν ή έστω να συνδυαστούν. Απέχθεια και συγκατοίκηση. Δεν είναι η πρώτη φορά, δεν θα είναι η τελευταία. Σε αυτό το τοπίο, το πιθανότερο είναι να νικήσει η αυτοσυντήρηση. Πιεζόμενοι οι δύο αρχηγοί, ο κ. Κασσελάκης και ο κ. Ανδρουλάκης, πιθανότατα θα βάλουν στα θηκάρια τα μαχαίρια και θα φτιάξουν μια σκηνή με τούλι, που θα φαίνεται ότι ενοποιεί, χωρίς όμως να κρύβει τις ιδιόκτητες οντότητες. Εκτός κι αν επικρατήσει το σενάριο της νεοδημοκρατικής «εξημέρωσης». Η ΝΔ θα ήθελε μια πιο «κεντρώα» φιλονεοδημοκρατική εκδοχή του ΠΑΣΟΚ, ώστε να είναι ο μικρός συνεργάτης μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές, όπου η ίδια δεν θα διαθέτει πλειοψηφία.

Πάντως η Ιστορία δεν γράφεται από πίκρες, ούτε τροπολογείται με καθηλώσεις. Πέρα από αδυναμίες εκλογίκευσης και θεωρητικής ερμηνείας, υπάρχουν φαινόμενα πολιτικής κρίσης που φωτίζουν και τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της πολιτικής σκηνής. Κρίση είναι ότι όλα τα κόμματα λειτουργούν «στυλιστικά», υιοθετούν προδιαμορφωμένες φόρμες, νομίζοντας ότι το πρόβλημα της πολιτικής παραγωγής είναι υφολογικό. Δεν εννοώ την καταφυγή στα social (που ούτως ή άλλως είναι ένα νέο ισχυρό πεδίο πολιτικής επιτέλεσης), όσο στην εκπτωτική βράχυνση του πολιτικού λόγου, σε μικρά μανιχαϊστικά στερεότυπα γύρω από υπαρκτά προβλήματα (ακρίβεια, ανασφάλεια, υγεία) κ.λπ. Ή την προβολή «ταυτοτικών» εννοιών που όμως σήμερα έχουν ρευστοποιηθεί. Π.χ. η έννοια «Αριστερά», η οποία έχει ανανοηματοδοτηθεί πλήρως στη μεταβιομηχανική περίοδο και ούτως ή άλλως έχει πλήρως αναθεωρηθεί μετά την κυβερνητική εμπειρία, λειτουργεί ως ένα είδος filioque. Μια εννοιολογική δογματική λεπτομέρεια εξαιρετικά δυσόρατη από τα πλήθη των τουριστών / ψηφοφόρων, που θέλουν να δουν την «Πιετά» του Μιχαήλ Αγγέλου ή κάποιο έργο του Πανσέληνου, χωρίς να καταλαβαίνουν τις Οικουμενικές Συνόδους και τα δράματά τους. Από την κατοίκηση, στον πολιτικό νομαδισμό.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ