Κατ’ αρχάς τα αριθμητικά δεδομένα: Την προηγούμενη Κυριακή ψήφισαν στην κάλπη των ευρωεκλογών 1.211.607 λιγότεροι Ελληνες σε σχέση με την τελευταία εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου του 2023. Σε σχέση με την εθνική κάλπη του Μαΐου οι ψήφοι ήταν λιγότερες κατά 1.998.948, ενώ σε σχέση με την τελευταία ευρωκάλπη του 2019, που τυπικά είναι και η πιο σωστή σύγκριση, παρόλο που αυτές διεξήχθησαν μαζί με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, προσήλθαν 1.858.263 λιγότεροι ψηφοφόροι. Τα νούμερα είναι τρομακτικά και απογοητεύουν: περίπου 2 εκατομμύρια ψηφοφόροι χάθηκαν από τον Μάιο του 2023 έως την περασμένη Κυριακή. Υποδηλώνει αυτή η απώλεια έλλειμμα νομιμοποίησης των εκλογικών αποτελεσμάτων;
Με τον κίνδυνο να γίνω κουραστικός, ας συνεχίσουμε με κάποια επιπλέον στοιχεία που θεωρώ ότι θα μας βοηθήσουν στην κατανόηση της πραγματικής έκτασης του φαινομένου: Με βάση την τελευταία επίσημη απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας ανέρχεται στα 10.482.487. Οι επίσημοι εκλογικοί κατάλογοι, με βάση τους οποίους διεξάγονται οι εκλογές ανά την επικράτεια, περιλαμβάνουν ως εγγεγραμμένους 9.814.685 εκλογείς. Αυτό θα σήμαινε ότι στην Ελλάδα ζουν μόνο 667.802 άνθρωποι έως 17 ετών που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.
Είναι όμως έτσι; Με βάση και πάλι τα επίσημα στοιχεία της απογραφής που δημοσιεύθηκαν τον Αύγουστο του 2023, ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας έως 17 ετών ανερχόταν σε 1.734.063 άτομα, γεγονός που διαμορφώνει το πραγματικό εκλογικό σώμα σε περίπου 8,7 εκατομμύρια, κοντά στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή αναλογία.
Με τις παραπάνω αναφορές δεν υποστηρίζω σε καμία περίπτωση ότι δεν υπάρχει ραγδαία αύξηση της αποχής, απλώς, επειδή έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση από την Κυριακή, θεωρώ ότι καλό είναι να έχουμε υπόψη μας την αληθινή αριθμητική διάσταση του φαινομένου.
Πολιτική πράξη.
Ας προχωρήσουμε τώρα σε μια γενική πολιτική και όχι κομματική προσέγγιση της αποχής. Η αποστασιοποίηση από την εκλογική διαδικασία συνιστά μια πολιτική πράξη με την οποία ο πολίτης-ψηφοφόρος δηλώνει το έλλειμμα εμπιστοσύνης του προς τους συμμετέχοντες-πολιτικά κόμματα, τη δυσαρέσκειά του για το σύνολο του πολιτικού κόσμου, τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, ακόμη και την ίδια τη διαδικασία ως παράγοντα νομιμοποίησης και διαιώνισης της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.
Ειδικότερα για τη διαδικασία ανάδειξης εκπροσώπων στο Ευρωκοινοβούλιο, οι πολίτες μέσω της αποχής δηλώνουν την αδυναμία σύνδεσης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τον χαμηλό βαθμό επιρροής των αποφάσεων του Ευρωκοινοβουλίου στην καθημερινότητά τους.
Επιπλέον υπάρχει και μία μερίδα πολιτών που τοποθετούνται σε πιο ακραία ιδεολογικά σχήματα, οι οποίοι απέχουν γιατί δεν επιθυμούν να υποστηρίξουν και να επικυρώσουν τις κοινοβουλευτικές και δημοκρατικές διαδικασίες.
Η λύση για τον περιορισμό της έκτασης του φαινομένου θα μπορούσε να είναι απλή από τη στιγμή που η συμμετοχή στις εκλογές είναι υποχρεωτική, με βάση το Σύνταγμα, για τους πολίτες, αλλά δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί που θα υποστήριζαν την επαναφορά και την επιβολή κυρώσεων για όποιον δεν ασκεί τη συνταγματική του υποχρέωση.
Πέρα από τις νομικές ερμηνείες η ψήφος στις σύγχρονες δημοκρατίες είναι κατ’ αρχάς δικαίωμα και λιγότερο υποχρέωση, δικαίωμα το οποίο ο πολίτης χρησιμοποιεί κατά το δοκούν με ελεύθερη συνείδηση και όχι ως προϊόν καταναγκασμού.
Οι διαδικασίες του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, η συνεχής άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του μέσου πολίτη που του επιτρέπει να στέκεται πιο κριτικά απέναντι στις πολιτικές ηγεσίες και να αναζητά εναλλακτικές μορφές πολιτικής συμμετοχής, σε συνδυασμό με την υποχώρηση των κομματικών ταυτίσεων και την απουσία ιδεολογικών στεγανών, συντελούν καθοριστικά στην αποδυνάμωση των πολιτικών κοινωνιών και στην αδυναμία των ηγεσιών να εμπνεύσουν, να ταυτιστούν και να συντονιστούν με τις ανάγκες των σύγχρονων κοινωνιών που σε μεγάλο βαθμό είναι σήμερα εξατομικευμένες και όχι συλλογικές.
Η ρητορική επομένως των τελευταίων ημερών που συναρτά την ποιότητα και το βάθος της δημοκρατίας μας με το μέγεθος της αποχής είναι κατά τη γνώμη μου έως έναν βαθμό παραπλανητική. Υπάρχει άραγε κάποιος που μπορεί να υποστηρίξει ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι περισσότερο ενδυναμωμένοι στη Ρωσία, όπου το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές του περασμένου Μαΐου ξεπέρασε το 77%, ή στην Τουρκία, όπου η συμμετοχή στις τελευταίες προεδρικές εκλογές έφτασε το 85%; Η μαζική συμμετοχή δεν εξασφαλίζει αυτομάτως την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών.
Στις ανοιχτές δημοκρατίες όπως η Ελλάδα ο συγκεκριμένος δείκτης περισσότερο σχετίζεται με τον βαθμό ενδιαφέροντος και την κρισιμότητα του κεντρικού διακυβεύματος που τίθεται κατά την εκλογική διαδικασία, διακύβευμα που φανερά απουσίαζε από την εκλογή της περασμένης Κυριακής.
Αυτή η απουσία σε συνδυασμό με τις επαναλαμβανόμενες εκλογικές διαδικασίες του τελευταίου χρόνου εκτόξευσαν την αποχή, χωρίς ωστόσο να προκαλέσουν ριζικές ανακατατάξεις στη χωροταξία και τα όρια του ελληνικού κομματικού συστήματος. Οι εκλογές αυτές προφανώς και έστειλαν πολλαπλά μηνύματα σχεδόν προς κάθε κατεύθυνση, ωστόσο περισσότερο επιβεβαίωσαν αυτά που ήδη ίσχυαν στο πολιτικό σύστημα παρά λειτούργησαν ως προπομπός ανατροπών και εξελίξεων.
Αυτό που σίγουρα πρέπει να καταλάβουν ειδικά τα κόμματα εξουσίας ή όσα φιλοδοξούν να παίξουν τέτοιον ρόλο είναι ότι οι «δεδομένοι» ψηφοφόροι μειώνονται και οι ορκισμένοι οπαδοί τους λιγοστεύουν. Στο νέο περιβάλλον θα πρέπει όλοι να προσπαθήσουν περισσότερο στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής, καθώς τα ιδεολογικά σχήματα και οι μηχανισμοί που λειτουργούσαν ως συγκολλητικές ουσίες δεν μπορούν να είναι το ίδιο αποτελεσματικοί για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.
O Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής Ερευνών της GPO