Εθνική Ελλάδος και Πανευρωπαϊκό. Ενα ρομάντζο που ξεκίνησε απογοητευτικά και ονειροπόλα στο Παρκ Ντε Πρενς, Παρίσι 1958. Και ήμασταν ανάμεσα στις 16 χώρες που εκφραστήκαμε θετικότατα για τη διοργάνωση του Πανευρωπαϊκού Κυπέλλου, και που δηλώσαμε συμμετοχή στα προκριματικά του Ευρωπαϊκού του 1960. Ξεκίνημα στη λογική των θρυλικών επτάρων. Ετσι λοιπόν, η μεγάλη Γαλλία του Κοπά, του Φοντέν, του Πιαντονί, μας φιλοδώρησε με επτά γκολ. Παρ’ όλα αυτά η ρεβάνς στο γήπεδο της Λεωφόρου μας χάρισε μια ισοπαλία χωρίς τέρματα, έχοντας μάλιστα απολέσει δύο κλασικές ευκαιρίες.
Η Εθνική Ομάδα λοιπόν του Θεοδωρίδη, του Λουκανίδη, του Σιδέρη, του Νεστορίδη, του Ηλία του Υφαντή, άνοιξε αυλαία. Η αλήθεια είναι, τα χρόνια πολύ δύσκολα. Και δεν έφτανε μόνο το ταλέντο. Γήπεδα ξερά, με τους τραυματισμούς να ελλοχεύουν σε κάθε πτώση, αθλητές ερασιτέχνες, που δουλεύαν στη ΔΕΗ, στην ΕΥΔΑΠ, οι προνομιούχοι, και οι άλλοι στην οικοδομή, σε δημόσια έργα, οδηγοί σε ΚΤΕΛ ή Τραμ, και μετά το οκτάωρο η προπόνηση, σε συνθήκες αφρικανικής στέπας.
Από την άλλη όχθη, οι αντίπαλοι επαγγελματίες με μοναδική φροντίδα το ποδόσφαιρο, προπονούμενοι σε βελούδινα χαλιά και απολαμβάνοντας κάθε περιποίηση που απαιτούσε το άθλημα. Παρ’ όλα αυτά το ταλέντο περίσσευε, αλλά δεν έφτανε μόνον αυτό. Το αποδείκνυαν οι ελληνικές ομάδες στα τουρνουά με επώνυμους αντιπάλους: Ραπίντ, Βιένα, Αούστρια, ΜΤΚ, Χόνβεντ, Ερυθρός Αστέρας, Παρτιζάν, Μπεογκράδσκι, όπου κυριολεκτικά οι ελληνικές ομάδες στέκονταν ισάξια και ιδιαίτερα ο Ολυμπιακός.
Η αλήθεια είναι ότι οι απαιτήσεις συμμετοχής σε Ευρωπαϊκά και Παγκόσμια Κύπελλα μας οδήγησε, με αφορμή το 1ο Πανευρωπαϊκό, να δρομολογήσουμε εθνικό πρωτάθλημα και έναν λανθάνοντα ημιεπαγγελματισμό. Αποτέλεσμα, τα γήπεδα απέκτησαν χόρτο, τα αποδυτήρια λειτουργούσαν άψογα, η παρουσία γιατρού απαραίτητη, και οι ποδοσφαιριστές ζούσαν πλέον από το άθλημα. Βέβαια το επόμενο Πανευρωπαϊκό έμεινε στο ράφι! Κληρωθήκαμε να αντιμετωπίσουμε στον πρώτο προκριματικό την Αλβανία. Μηδαμινές διπλωματικές σχέσεις, διαχρονικό εμπάργκο με τη χώρα του Χότζα, η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεψε να αντιμετωπίσουμε τη γειτονική χώρα. Ετσι αποχωρήσαμε, και η Αλβανία πέρασε στην επόμενη φάση των προκριματικών.
Στον επόμενο γύρο, το 1968, το χόρτο στα γήπεδα, η αποκλειστική ενασχόληση με το άθλημα έδωσε καρπούς. Είχαμε ήδη πάρει μια πρόγευση από το Παγκόσμιο του Λονδίνου. Οταν μια λίαν σοβαρή εθνική ομάδα, με Βαλιάνο, Παπουλίδη, Καμάρα, Ανδρέου, Λουκανίδη, Σκευοφύλακα, Δομάζο, Σιδέρη, Παπαϊωάννου, Παπαεμμανουήλ, ράπιζε 4-2 τη Δανία, 2-0 την Ουαλία, και γνώριζε την ήττα από τον κακό της δαίμονα, τη Σοβιετική Ενωση του Μετρεβέλι, του Ιβάνοφ, του Πονομαριέφ, και βεβαίως του κορυφαίου γκολκίπερ όλων των εποχών, του Λεβ Γιασίν, που μας κέρδισε και εντός και εκτός.
Κάτι ανάλογο συνέβη στο Πανευρωπαϊκό του 1968, όπου καταλάβαμε τη δεύτερη θέση, στην για πρώτη φορά προκριματική φάση ομίλων. Αφήσαμε πίσω μας Αυστρία και Φινλανδία. Με δύο γκολ του κεντρικού κυνηγού του Αρη, Αλέκου Αλεξιάδη, στο Καυτανζόγλειο, στείλαμε άκλαφτη τη Φινλανδία. Κάτι ανάλογο με την Αυστρία, μία ισοπαλία στο Ελσίνκι, ένα παιχνίδι που δεν τέλειωσε ποτέ στη Βιέννη, μιας και διεκόπη στο 86′ ενώ το σκορ ήταν 1-1. Ελα όμως που πέσαμε πάνω στην πανίσχυρη σοβιετική ομάδα. Δύο ήττες και το Πανευρωπαϊκό του 1968 όνειρο θερινής νυκτός. Χαρήκαμε τον Γιώργο τον Σιδέρη, πρώτο σκόρερ με τέσσερα τέρματα, τους δύο Μίμηδες, Δομάζο και Παπαϊωάννου, τον Τάκη Οικονομόπουλο, τον Μποτίνο, τον Γιούτσο, τον Αριστείδη τον Καμάρα.
Ιδια ομάδα, με την προσθήκη του Γιώργου Κούδα, του Χάιτα, του Μπαλόπουλου, έκανε τη μνημειώδη πορεία για το Παγκόσμιο του Μεξικού, θέτοντας εκτός μάχης υπερδυνάμεις: την Πορτογαλία του Εουσέμπιο, την πανίσχυρη Ελβετία, και χάσαμε το ταξίδι του ονείρου για έναν πόντο και έναν τόνο εγωπάθειας και αδολεσχίας από πλευράς του Νταν Γεωργιάδη, εθνικού προπονητή. Το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε ωριμάσει, και τους καρπούς του τους εισπράξαμε έναν χρόνο μετά, στον τελικό του Πανευρωπαϊκού του 1971 μέσα στο Γουέμπλεϊ, όταν ο Παναθηναϊκός του Δομάζου, του Καμάρα, του Καψή, του Αντωνιάδη και των υπόλοιπων λεβεντόπαιδων αναμετρήθηκε με τον Αγιαξ έχοντας αποκλείσει Ερυθρό Αστέρα, Εβερτον, Σλόβαν Μπρατισλάβας, Ζενές Ες. Κι όλα αυτά με παίκτες ελληνόπουλα.
Μπαίνοντας στη μαγική δεκαετία του ’70 το πρόβλημα τον εκλεκτόρων των εθνικών ομάδων ήταν «ποιον να διαλέξουν». Ολη η Ελλάδα έβραζε από ταλέντα: Αϊδινίου, Κούης, Αλεξιάδης, Κούδας, Τερζανίδης, Σαράφης, Δαβουρλής, Μιχαλόπουλος, Ρήγας, Κουρέας, Νικολούδης, Σταυρόπουλος, Μαύρος, Μητρόπουλος, Αναστόπουλος, κι από κει και μετά τα πουλέν του ΠΟΚ, Δεληκάρης, Γαλάκος, Κυράστας, Γλέζος, Αρδίζογλου, Πομώνης, Ελευθεράκης, Καψής. Ενας κόσμος ολόκληρος, ένα τεράστιο μπουκέτο ταλέντων, που άνθισαν μέσα στα ελληνικά γήπεδα, και που όλοι ήταν ελληνόπουλα. Ηταν οι εποχές που την ευθύνη ομάδας την είχαν οι έλληνες παίκτες, και τα σωματεία ησχολούντο μόνο με αυτούς. Από εκεί και μετά ο ξένος παίκτης εμφανιζόταν για να προσθέσει στις ομάδες μια ιδιαίτερη ταυτότητα.
Από αυτόν λοιπόν τον μπαξέ ταλέντων, το 1972, συμμετέχοντας στον Τρίτο Προκριματικό Ομιλο, με μέτρια προετοιμασία και ανεξήγητα κακή ψυχολογία, τερματίσαμε τρίτοι μετά την Αγγλία και την Ελβετία, ενώ δύο φορές δεν καταφέραμε να κερδίσουμε την αδύναμη Μάλτα. Προοίμιο της συμμετοχής μας στο Πανευρωπαϊκό του 1980, το Πανευρωπαϊκό της Γερμανίας του 1976. Μία Εθνική υπό τις οδηγίες του Αλκέτα Παναγούλια, ένα πάντρεμα ιερών τεράτων, όπως Δομάζος, Αντωνιάδης, Παπαϊωάννου, Οικονομόπουλος, Κρητικόπουλος, Φοιρός, με μεγάλα ταλέντα όπως Δεληκάρης, Μαύρος, Γαλάκος, Κυράστας, χτίσαν μια πολύ μεγάλη Εθνική Ομάδα.
Το εντός έδρας 2-2 με τη Γερμανία στο στάδιο Γ. Καραϊσκάκης, εκεί που προηγηθήκαμε δύο φορές με τον Δεληκάρη και τον Ελευθεράκη και ισοφαριστήκαμε άλλες δύο, στο 51′ και στο 82′, από τον Κούλμαν και τον Βίμερ, όπως και το 1-1 στο Ντύσελντορφ με αντίπαλο τη Νασιονάλμανσαφτ, που ήταν τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του ελληνικού ποδοσφαίρου μέχρι τότε. Και τούτο γιατί η Εθνική Γερμανίας, νικήτρια του Πανευρωπαϊκού του 1976, ήταν μαζί με την Ολλανδία οι ευρωπαϊκές παγκόσμιες υπερδυνάμεις.
Τερματίσαμε δεύτεροι, πίσω από τη Γερμανία, γιατί αυτό μόνον εμείς μπορούμε να το καταφέρουμε: χάσαμε 2-0, δύο αγωνιστικές πριν από το τέλος από τη Μάλτα. Ψηλά βουνά, βαθιές χαράδρες. Αυτό είναι το ριζικό μας. Από αυτήν την υπέροχη δεκαετία του ’70 ένα δεν χαρήκαμε: να δούμε τον Χατζηπαναγή να φοράει τη φανέλα της Εθνικής Ομάδας. Γιατί όπως έλεγε ο Παναγούλιας, θα μιλάγαμε για ομάδα παγκόσμιας εμβέλειας. Από ‘κεί και μετά, η συμμετοχή στο Euro της Ρώμης ήταν απλά φυσικό φαινόμενο μιας επικής 10ετίας.