Πέντε μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν έπεται δημοσκοπικά του Ντόναλντ Τραμπ κατά μία έως έξι ποσοστιαίες μονάδες στις έξι πολιτείες που είναι καθοριστικές για την ανάδειξη του νέου προέδρου. Βεβαίως υπάρχει πάντα το περιθώριο να καλύψει το χαμένο έδαφος και να αποδείξει ότι οι δημοσκοπήσεις υποτίμησαν τα πραγματικά ποσοστά της υποστήριξης που απολαμβάνει. Είναι όμως επίσης πιθανόν, ο υποψήφιος που θα επωφεληθεί από οποιοδήποτε εκλογικό λάθος να είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο «Economist». Με δεδομένο ότι η κατάκτηση της λαϊκής ψήφου δεν αποτελεί εγγύηση για την επικράτηση στο σώμα των εκλεκτόρων της κάθε πολιτείας, οι ισορροπίες που διαμορφώνονται είναι ενδεικτικές μιας μη ευνοϊκής προοπτικής για τον σημερινό πρόεδρο.

Το ποσοστό αποδοχής του Τζο Μπάιντεν ανέρχεται στο 39% και αυτό είναι ένα από τα χαμηλότερα για οποιονδήποτε πρόεδρο των ΗΠΑ στο αντίστοιχο σημείο της θητείας του στην ιστορία των αμερικανικών δημοσκοπήσεων, υπογραμμίζει σε ανάλυσή του ο «Economist». Συγκεκριμένα, και στις έξι πολιτείες που θα μπορούσαν να αποδειχθούν αποφασιστικές, υστερεί από μία έως έξι ποσοστιαίες μονάδες.

Στις δύο όπου είναι πιο κοντά, το Ουισκόνσιν και το Μίσιγκαν, τα περιθώρια των Δημοκρατικών υποψηφίων είχαν υποαπόδοση στις τελικές δημοσκοπήσεις κατά μέσο όρο έξι μονάδων στις δύο προηγούμενες εκλογές.

Στην περίπτωση που καταφέρει να κερδίσει και τις δύο, ο Μπάιντεν θα χρειαζόταν ακόμα μια πολιτεία για να εξασφαλίσει τις 270 εκλεκτορικές ψήφους που απαιτούνται για την επανεκλογή του.

Αναλυτές υπογραμμίζουν ότι το 2016 ειδικοί θεώρησαν ακατανόητο πώς θα μπορούσε ένας προφανώς ανεπαρκής υποψήφιος όπως ο Τραμπ να κερδίσει την προεδρία. Αυτή η εκτίμηση ενισχύθηκε από δημοσκοπήσεις που έδιναν σταθερά τη Χίλαρι Κλίντον στην πρώτη θέση. Τώρα, ύστερα από μια προεδρική θητεία που οδήγησε σε δύο παραπομπές και την εισβολή οπαδών του στο Καπιτώλιο, η προοπτική ότι οι ψηφοφόροι θα μπορούσαν να επιλέξουν ξανά για το αξίωμα έναν πολιτικό που καταδικάστηκε πρόσφατα για 34 κακουργήματα φαίνεται και πάλι παράδοξη.

ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ.

Ωστόσο, το στατιστικό μοντέλο του «Economist»για τις εκλογές –το οποίο βασίζεται αποκλειστικά σε δημοσκοπήσεις, προηγούμενα αποτελέσματα και οικονομικά δεδομένα και δεν συνεκτιμά τις δηλώσεις ή το ιστορικό του Τραμπ στην εξουσία ή στα δικαστήρια – δίνει στον Τζο Μπάιντεν μόλις 34% πιθανότητες να αποτρέψει μια δεύτερη θητεία Τραμπ. Πριν από τέσσερα χρόνια, την αντίστοιχη εβδομάδα, το ίδιο μοντέλο έδινε 83% πιθανότητες στον Μπάιντεν.

Το 2012 η συνολική εικόνα που σκιαγραφούσαν οι έρευνες σε επίπεδο πολιτειών αποδείχθηκε πιο ακριβής από τις δημοσκοπήσεις σε εθνικό επίπεδο ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, ίσχυε το αντίστροφο. Ετσι, με βάση το συγκεκριμένο στατιστικό μοντέλο οι εκλογές αντιμετωπίζονται ως ένα γιγαντιαίο παζλ, στο οποίο τα ποσοστά ψήφου σε κάθε πολιτεία πρέπει να αθροίζονται στο εθνικό σύνολο.

Με αυτό το δεδομένο, ο Τζο Μπάιντεν πρέπει να εξασφαλίσει το 50,5% των ψήφων στη δικομματική αναμέτρηση, λίγο πάνω από το σημερινό ποσοστό του 49,4% στις εθνικές δημοσκοπήσεις, αν και κάτω από το 52,3% που κέρδισε το 2020.

Οι προβλέψεις του δίνουν επίσης περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει έδαφος μέσα στο προσεχές πεντάμηνο παρά να χάσει, πηγαίνοντας ουσιαστικά σε μια ισοπαλία όσον αφορά στη λαϊκή ψήφο σε εθνικό επίπεδο.

Παράλληλα, όμως, είναι πολύ σημαντικό ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, σε επίπεδο πολιτειών, το πλεονέκτημα των εκλεκτόρων που απολάμβανε ο Τραμπ το 2016 και το 2020 δεν φαίνεται να έχει μετριαστεί ουσιαστικά. Σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση του Reuters/Ipsos, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει οριακό προβάδισμα δύο ποσοστιαίων μονάδων έναντι του Τζο Μπάιντεν, με το 20% των ψηφοφόρων να δηλώνει ότι δεν έχει επιλέξει υποψήφιο, ότι στρέφεται προς επιλογές τρίτων ή ότι ενδέχεται να μην ψηφίσει καθόλου στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.