Το κατεστημένο σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον ταυτίζει την ευρωπαϊκή ακροδεξιά με τη φιλορωσική στάση στον Πόλεμο στην Ουκρανία. Άραγε τα αποτελέσματα της κάλπης της 9ης Ιουνίου, θα λειτουργήσουν πυροσβεστικά στη σύγκρουση, έχοντας πλέον ενδυναμωμένους τους ακραίους της Ευρώπης;
Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, τα λαϊκιστικά δεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη ανέβασαν εντυπωσιακά τα ποσοστά τους. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη καταμέτρηση, η ευρωπαϊκή λαϊκιστική δεξιά θα ελέγχει τουλάχιστον 165 έδρες. Τα αποτελέσματα ερμηνεύτηκαν ως ψήφος δυσπιστίας στο ατλαντικό κατεστημένο που έφερε τον πόλεμο δια αντιπροσώπων μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ
Ειδικά στη Γαλλία, το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν, συνετρίβη από την Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν. Η φιλοπολεμική στάση του Μακρόν –που μίλησε και για αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία- μπορεί να σημάνει και την πολιτική του κατάρρευση, με το 69% των Ευρωπαίων να αντιτίθεται με την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία.
Στη Γερμανία, το φιλοπολεμικό κόμμα των Πρασίνων, από το οποίο προέρχεται η υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ έχασε τις μισές του δυνάμεις συγκριτικά με τις ευρωεκλογές του 2019.
Μπορούν όμως αυτά τα αποτελέσματα να θεωρηθούν κάποιου είδους δημοψήφισμα για τον πόλεμο στην Ουκρανία;
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Τζον Μιρσχάιμερ εκτιμά ότι ενδεχομένως τα πράγματα να αλλάξουν στο εσωτερικό κάποιων ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως στην Γερμανία και τη Γαλλία. «Υπάρχει λόγος να θεωρούμε ότι κάποια στιγμή στη πορεία, αν όχι απαραίτητα άμεσα, τα κόμματα που υποστήριξαν τον πόλεμο δεν θα είναι στην εξουσία».
Ωστόσο σε επίπεδο ΕΕ, ο Αμερικανός επιστήμονας εκτιμά ότι τα αποτελέσματα των εκλογών και η αύξηση της δύναμης της ακροδεξιάς «δεν αρκούν για να αλλάξει η στάση της ΕΕ στον πόλεμο με κανέναν ουσιαστικό τρόπο».
Μπορεί πράγματι τα υψηλά ποσοστά της ακροδεξιάς να οφείλονται στην αντιπολεμική στάση της, όσον αφορά την Ουκρανία, αυτά δεν είναι αρκετά ώστε να έρθουν αλλαγές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Πέραν όμως αυτού, υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση των αποτελεσμάτων, όσον αφορά τον ουκρανικό πόλεμο.
Σε ανάλυσή του στο The American Conservative, ο Αμερικανός πρώην σύμβουλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζέημς Κάρντεν, εκτιμά ότι η τεράστια ενίσχυση της ακροδεξιάς δεν θα αλλάξει τη φιλοπολεμική τάση στις ευρωπαϊκές ελίτ.
«Δεν είναι ξεκάθαρο που οδεύει η ευρωπαϊκή δεξιά σε σχέση με τον ρωσικό πόλεμο με την Ουκρανία» υποστηρίζει ο ομότιμος καθηγητής του Αμερικανικού Πανεπιστημίου στο Παρίσι Χολ Γκάρντνερ. Ο καθηγητής φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, η οποία ενώ κάποτε ήταν επικρίτρια του πολέμου, τώρα «υποστηρίζει μια φιλοουκρανική ατλαντιστική πολιτική παρά τη λαϊκή αντίθεση στην πώληση όπλων στην Ουκρανία και τη διαφωνία μέσα στο κόμμα της».
Σύμφωνα με τον Γκάρντνερ, «πολλοί από τους δεξιούς ηγέτες μετριάζουν την προηγούμενη έντονη αντίθεσή τους στον πόλεμο».
Στην ίδια γραμμή, ο Κάρντεν εξηγεί ότι παρά τις ισχυρές επιδόσεις στις κάλπες των εθνικιστικών κομμάτων που υπόσχονται αλλαγές, η ατλαντιστική συναίνεση παραμένει αλώβητη.
Όπως σημείωσε πρόσφατα ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κεντ, Ρίτσαλρντ Σάκβα, υπάρχουν «νησίδες ανυπακοής» στην ατλαντιστική συναίνεση, όπως η Ουγγαρία, η Σλοβακία, η Σερβία και τα κόμματα Εναλλακτική για τη Γερμανία και Εθνική Συσπείρωση. «Αλλά «οι υπόλοιποι δεν αντιστέκονται πλέον, η πολιτική Δύση έχει καταπιεί τις πολιτικές ελίτ της Ευρώπης».
Έτσι, ο Κάρντεν καταλήγει ότι στην τελική, η διεξαγωγή του πολέμου δεν στηρίζεται στο Βερολίνο ούτε στο Παρίσι ούτε στις Βρυξέλλες, αλλά στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα. «Και μια δεξιά-λαϊκίστικη ισχής στα άκρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι απίθανο να έχει καμία σημασία για εκείνους που ασκούν την πραγματική εξουσία».