Αν κατάλαβα καλά με βάση τον ανασχηματισμό η ανάλυση του Πρωθυπουργού είναι ότι η ΝΔ έχασε κάνα εκατομμύριο ψήφους από τις προηγούμενες ευρωεκλογές εξαιτίας του κυρίου Σκρέκα, του κυρίου Θεοχάρη, της κυρίας Μιχαηλίδου, της κυρίας Κεραμέως, του κυρίου Καιρίδη και του κυρίου Αυγενάκη: αυτοί που πήραν τις θέσεις τους θα καταπολεμήσουν την ακρίβεια, θα λύσουν τα προβλήματα των αγροτών, θα αλλάξουν τη σχέση της κυβέρνησης με τους ελεύθερους επαγγελματίες και θα μοιράσουν λεφτά. Ωραίο παραμύθι: αλλά χωρίς δράκο.
Το πρόβλημα του Πρωθυπουργού έναν χρόνο μετά την επανεκλογή του δεν είναι οι υπουργοί: είναι ότι δεν υπάρχει πια η οργανωτική ομάδα στο Μαξίμου (το περίφημο «επιτελικό κράτος») και δεν υπάρχει και ένας μπούσουλας διακυβέρνησης της χώρας. Την προηγούμενη τετραετία αυτό το απαραίτητο σχέδιο το επέβαλε αρχικά η ύπαρξη της πανδημίας. Ο χειρισμός της υγειονομικής κρίσης έδωσε πόντους στην κυβέρνηση, κυρίως γιατί στη σκέψη του τι θα γινόταν αν το πρόβλημα έπρεπε να το διαχειριστούν οι ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ τρόμαζε πολύ κόσμο. Η πανδημία μείωσε την κατανάλωση, έφερε την τηλεργασία, βοήθησε ώστε να φανούν τα βήματα μπροστά στον περίφημο ψηφιακό μετασχηματισμό και αντιμετωπίστηκε με επιδόματα. Το ξόδεμα χρημάτων βοήθησε ώστε να χτιστεί ένα απαραίτητο success story. Οταν μετά τους περιορισμούς η αγορά άνοιξε, η κυβέρνηση το πιστώθηκε κι αυτό. Κυρίως ήταν μια περίοδος που υπήρχε ανάγκη ενός «κράτους πατερούλη» στο οποίο έπρεπε ν’ ακούμε. Και μετά;
Μετά ήρθε η πραγματική επιστροφή στην κανονικότητα. Η αύξηση του κόστους ενέργειας. Τα προβλήματα που έφερε η κλιματική αλλαγή. Τα Τέμπη και οι υποκλοπές. Κυρίως η ακρίβεια από την οποία η χώρα υποφέρει κυρίως γιατί δεν παράγει σχεδόν τίποτα και εισάγει τα πάντα. Κι όλα αυτά ήρθαν και προστέθηκαν στα χρόνια προβλήματα της Παιδείας, της Υγείας, της (ελλειμματικής) ανάπτυξης, του Δημόσιου που υπάρχει για να ταλαιπωρεί τον κόσμο κ.λπ. Στην πρώτη τετραετία το success story της αντιμετώπισης της πανδημίας έκανε πολλούς να τα παραβλέψουν αυτά. Αλλά μετά τη δεύτερη εκλογή Μητσοτάκη το κοντέρ μηδένισε.
Αναρωτιούνται οι πολιτικοί αναλυτές ποιοι έκαναν αποχή. Απείχαν κάποια εκατομμύρια άνθρωποι που πιστεύουν πως δεν υπάρχει σοβαρή διακυβέρνηση (ώστε να την επιβραβεύσουν) και σοβαρή εναλλακτική πρόταση, ώστε να ενισχύσουν την αντιπολίτευση. Δεν είναι μια απολίτικ στάση, αλλά μια στάση απογοήτευσης: ήταν σαν κάποιοι άνθρωποι να είπαν «κάντε ό,τι θέλετε χωρίς εμάς». Είναι μια λάθος στάση, αλλά δεν χωράει σε αυτή καμία ερμηνεία: ανάμεσα σε έναν πρωθυπουργό διεκπεραιωτή και κάποιους αντιπάλους του που δεν μοιάζουν ικανοί να γίνουν πρωθυπουργοί, ο κόσμος προτίμησε να πάει για μπάνιο. Ούτε προφανώς υπάρχει κάποιο πρόβλημα άκρας Δεξιάς που να προέκυψε από τις ευρωεκλογές: δεν κατέβηκαν οι «Σπαρτιάτες» και το ποσοστό τους το πήρε ο Βελόπουλος και η Λατινοπούλου. Την τεχνητή αύξηση των ποσοστών του χώρου τη δημιούργησε η αποχή – όπως και την άνοδο του ΚΚΕ που διπλασίασε το ποσοστό του παίρνοντας τους ίδιους ψήφους με πέντε χρόνια πριν.
Ο κόσμος που απείχε δεν νοιάζεται για το αν θα είναι υπουργός ο Θεοδωρικάκος ή αν ο Κωνσταντινόπουλος θα ρίξει τον Ανδρουλάκη ή αν ο Κασσελάκης θα τα βρει με τη Ζωή. Θέλει καλύτερες αμοιβές. Θέλει να μπει ένα φρένο στις αυξήσεις τροφίμων, ενοικίων, ρεύματος και καυσίμων, που τον γονατίζουν, αλλά κανείς δεν τον πείθει πως αυτά μπορεί να γίνουν. Ο κόσμος επειδή δεν περιμένει τίποτα από κανέναν πήγε για μπάνιο. Τον επόμενο μήνα μπορεί να έχει φωτιές ή πλημμύρες – ο Θεός να βάλει το χέρι του…