Βλέποντας – και κυρίως ακούγοντας – ξανά από κοντά τον Γκάρι Ολντμαν, επτά χρόνια μετά την τελευταία συνάντησή μου μαζί του στο ξενοδοχείο Claridges του Λονδίνου, το 2017 (για την ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα»), θυμάμαι πόσο η ομιλία του πάντα με ταλαιπωρούσε στην απομαγνητοφώνηση. Σε σημείο συχνά να μην μπορείς να τον «ακολουθήσεις» εύκολα. Το απέδωσα στην έντονη λονδρέζικη προφορά (New Cross, Νοτιοανατολικό Λονδίνο). Πέρα από το ότι ο Ολντμαν κομπιάζει λίγο, οι λέξεις του «κόβονται» στη μέση, οπότε αν δεν είσαι και τόσο εξοικειωμένος μαζί της, μπορεί να σε μπερδέψει λίγο. Είναι όμως πάντα ωραίο να βλέπεις σε απόσταση αναπνοής τον Γκάρι Ολντμαν.
Σχεδόν δεν το πιστεύω ότι είναι η τρίτη φορά! Η πρώτη φορά που τον είχα συναντήσει ήταν στη Βενετία, το 2011, για το φιλμ κατασκοπείας «Ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» που τον οδήγησε για πρώτη φορά στις υποψηφιότητες των Οσκαρ. Ακολούθησε η «Πιο σκοτεινή ώρα» και να που φέτος τον Μάιο ήρθε και αυτή η τελευταία μας συνάντηση, η πιο όμορφη όλων, στο εστιατόριο Albane, στην ταράτσα του ξενοδοχείου J. Marriott. Εγινε το μεσημέρι της Πέμπτης 23 του περασμένου Μαΐου. Είχα καταφέρει να κλείσω αυτή τη συνέντευξη πολύ πιο πριν από την έναρξη του 77ου Φεστιβάλ των Καννών, λόγω της εμφάνισής του στην ταινία του Πάολο Σορεντίνο «Parthenope». Είμαστε ένα μικρό γκρουπ δημοσιογράφων και πίνουμε έναν καφέ. Σκέτος διπλός εσπρέσο για τον Ολντμαν.
«Ω μα ναι, βέβαια» μου είπε o Γκ. Ολντμαν όταν του θύμισα τις προηγούμενες συναντήσεις μας, εννοώντας φυσικά όχι ότι θυμάται εμένα αλλά τις ταινίες που τότε προωθούσε. Αμηχανία αλλά συγχρόνως εγκαρδιότητα, το χαμόγελο του Ολντμαν είναι «γεμάτο» και πλατύ. Εχει κάποια παραπάνω κιλά, δεν είναι ο πολύ αδύνατος άντρας που θυμάμαι από τις προηγούμενες συναντήσεις μας. Δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός, το πρόσωπό του αξύριστο και τα μαλλιά του πιασμένα σε κότσο. Φορά γυαλιά με κοκάλινο καφέ σκελετό και είναι πολύ απλά ντυμένος. Ξεχωρίζει το γκρι χρώμα, τόσο στο πουκάμισο όσο και στο λινό σακάκι και το παντελόνι.
Το πρόσωπό του είναι μάλλον κοινό και ενδεχομένως, σκέφτομαι, αυτό να τον βοηθά στις μεταμορφώσεις του. Από το μυαλό μου περνούν φλασιές από ταινίες του. Τον θυμάμει ως «Δράκουλα» στην ταινία του Φράνσις Κόπολα, ως Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ στο «JFK» του Ολιβερ Στόουν, ως Λούντβιχ βαν Μπετόβεν στην «Αθάνατη αγαπημένη» του Μπέρναρντ Ρόουζ και βέβαια, εντελώς αγνώριστο με το αραιωμένο του κεφάλι και τα τεράστια γυαλιά με πολύ χοντρό σκελετό, όταν τόσο πειστικά μεταμορφώθηκε σε Γουίνστον Τσόρτσιλ στην ταινία του Τζο Ράιτ.
Ο Πάολο Σορεντίνο
Η εμπλοκή του Γκάρι Ολντμαν στην «Παρθενόπη» του Π. Σορεντίνο έγινε με έναν αρκετά ανορθόδοξο τρόπο. «Βρισκόμουν σε ένα φεστιβάλ για κάτι άλλο και κάποια στιγμή, σε μια συνέντευξη, μια δημοσιογράφος με ρώτησε, μετά από όλες αυτές τις συνεργασίες που έχω κάνει, με τον Στίβεν Φρίαρς, τον Ολιβερ Στόουν, τον Αλφόνσο Κουαρόν, τον Κρις Νόλαν, με ποιον σκηνοθέτη θα ήθελα σήμερα να συνεργαστώ. Οχι ότι βρίσκομαι στο τέλος της καριέρας μου οπότε πρέπει να προλάβω πριν με προλάβει ο χρόνος, αλλά καταλαβαίνετε. Με ποιον θα γούσταρα πολύ να συνεργαστώ… Και αμέσως απάντησα με τον Πάολο Σορεντίνο. Και έτσι έγινε ένα από αυτά τα απίστευτα πράγματα που σπανίως συμβαίνουν. Ο Πάολο έμαθε κάπως για τη συνέντευξη, βρήκε το email μου και μου έστειλε μήνυμα».
Ο Ολντμαν πίνει μια γουλιά από τον εσπρέσο του και αρχίζει να γελάει. «Ο Πάολο μου έγραψε ότι έμαθε ότι είμαι φαν του και σε εκείνον αρέσει η δουλειά μου. Και μου είπε ότι γράφει το σενάριο της “Παρθενόπης”, ότι έχει έναν ρόλο στο μυαλό του για μένα και πως, παρότι μικρός, είναι ένας ρόλος με ενδιαφέρον. Του απάντησα ότι για κείνον θα μπορούσα να παίξω και μια σκιά στον τοίχο. Θα έκανα οτιδήποτε. Και είναι αλήθεια. Μου έστειλε το σενάριο αλλά δεν χρειάστηκε καν να το διαβάσω». Ρωτάω τον Ολντμαν για ποιον λόγο έχει αυτό το πάθος για τις ταινίες του Σορεντίνο. «Κατ’ αρχάς, δεν θυμάμαι ποτέ να έχω γελάσει τόσο πολύ, τόσο βαθιά και με όλη μου την ψυχή όσο γέλασα με την αρχή της ταινίας “Η τέλεια ομορφιά”. Και ξέρεις γιατί; Διότι οι ταινίες του Πάολο είναι ταινίες που διασκεδάζουν και συγχρόνως φιλοσοφούν. Σε όλες τις ταινίες του υπάρχει κάπου μια πτυχή φιλοσοφίας, κάτι που απευθύνεται κατευθείαν στην ψυχή του θεατή προερχόμενο από τη δική του ψυχή, του Πάολο. Και πάντοτε υπάρχει μια έκπληξη στην αφήγηση, όπως συμβαίνει και στην “Παρθενόπη”». Ο Ολντμαν πιστεύει ότι είναι απαραίτητο οι ταινίες να φιλοσοφούν σε μια εποχή που «δυστυχώς, η φιλοσοφία είναι κάτι που δεν συναντάς συχνά στον κινηματογράφο».
Η μέρα είναι ηλιόλουστη και με πολύ δυνατό αέρα, οπότε η κουβέντα μας μεταφέρεται για λίγο προς το περιβάλλον των γυρισμάτων της «Παρθενόπης», τη Νάπολι. «Στο κάτω-κάτω, τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς;» είπε ο Ολντμαν. «Πρώτον βρίσκεσαι σε μια συνεργασία με έναν σκηνοθέτη με τον οποίο ανέκαθεν ήθελες πάρα πολύ να δουλέψεις. Δεύτερον, δεν έχεις μεγάλη δέσμευση γιατί είναι μια δουλειά λίγες μέρες, καμιά δεκαριά αν θυμάμαι καλά, ο ρόλος είναι πράγματι μικρός. Και τρίτον λαμπερός ήλιος και καταγάλανα νερά στη Νάπολι. Περισσότερο ηλιοθεραπεία και μπάνια έκανα παρά ασχολήθηκα με την ταινία! Σαν να βρισκόμουν σε διακοπές!». Ο Ολντμαν κάνει μια παύση. «Βέβαια, έχω μάθει να μη με ξεγελά το οποιοδήποτε ειδυλλιακό περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι. Γιατί όπου και να πας, όσο ξέγνοιαστη και αν είναι η ατμόσφαιρα, κουβαλάς μαζί σου τη βαλίτσα με τα προβλήματά σου. Πάρα πολύς κόσμος έχει την ψευδαίσθηση ότι αν, για παράδειγμα, μετακομίσει στη Γαλλική Ριβιέρα όλα θα είναι φανταστικά! Οχι. Ολα θα είναι απολύτως τα ίδια με μόνη διαφορά ότι βρίσκεσαι στη… Νότια Γαλλία. Αν δεν κάνεις εσύ τη δουλειά για σένα, μέσα σου, αν εσύ ο ίδιος δεν φτιάξεις τον εαυτό σου, δεν έχει καμία απολύτως σημασία το πού θα βρίσκεσαι».
Ο Τζον Τσίβερ
Η «επισκευή» του εαυτού μας από μας τους ίδιους είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολύ τον Γκάρι Ολντμαν και, το κυριότερο, δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει για αυτό. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει για τον αλκοολισμό του, ο οποίος για ένα πολύ μεγάλο διάστημα τον έβαλε στην άκρη των πραγμάτων μέχρι να καταφέρει να ξεπεράσει το πρόβλημα. Κανείς στο τραπέζι δεν του ανέφερε αυτό το θέμα, μόνος του μίλησε και το έκανε όταν εγώ τον ρώτησα για τον ήρωά του στην «Παρθενόπη», τον αμερικανό συγγραφέα Τζον Τσίβερ (1912 – 1982), δημιουργό της θρυλικής νουβέλας «Ο κολυμβητής» που έχει γίνει ταινία από τον Φρανκ Πέρι με πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνκαστερ. Είναι γνωστό ότι ο Τσίβερ ήταν αλκοολικός.
«Θα σου πω τι έγινε» απαντά αμέσως ο Ολντμαν. «Κατ’ αρχάς από τα βιβλία του Τσίβερ το μόνο που έχω διαβάσει είναι ο “Κολυμβητής” και η μόνη εικόνα του ιδίου που έχω στο μυαλό μου είναι από μια συνέντευξή του στον Ντικ Κάβετ στο “Dick Cavett Show”, χρόνια πριν, απλώς για να πάρω μια αίσθηση του ανθρώπου. Ομως το θέμα είναι ότι στην “Παρθενόπη” παίζω τον Τζον Τσίβερ αλλά την ίδια ώρα δεν παίζω τον Τζον Τσίβερ γιατί είναι από μόνος του μια αντίφαση. Παίζω περισσότερο μια ρομαντική, μελαγχολική κατασκευή του Τσίβερ την οποία έπλασε ο Πάολο. Ο βασανισμένος καλλιτέχνης. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Η μεθυσμένη, ταλαιπωρημένη ψυχή ενός καλλιτέχνη». Κάτι σαν ένα σύμβολο; τον ρωτώ. «Ναι, ναι. Σχεδόν σαν ένα σύμβολο. Οσοι γνωρίζουν τον Τζον Τσίβερ, ξέρουν ότι ήταν αλκοολικός, ότι είχε οικογένεια αλλά και ότι ήταν κρυφός ομοφυλόφιλος. Εχεις λοιπόν να διαχειριστείς έννοιες όπως η ενοχή, η ντροπή, η μετάνοια, η απέχθεια απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό, όλα όσα κατά τη δική μου γνώμη τον έχουν ρίξει τόσο άσχημα στο αλκοόλ. Για όλα αυτά πίνει ο Τσίβερ. Και ξέρεις κάτι; Για ορισμένους ανθρώπους όλο αυτό το ψυχολογικό φορτίο παραείναι βαρύ. Δεν το αντέχουν. Δεν μπορούν να το σηκώσουν. Γι’ αυτό ξεσπούν κάπου αλλού για να λασκάρουν λιγάκι. Το ποτό είναι μια λύση. Δείτε πόσοι συγγραφείς βρέθηκαν σε μια παρόμοια κατάσταση. Ο Χέμινγκγουεϊ. Ο Φόκνερ. Ο Φιτζέραλντ. Και εμείς φτιάχνουμε μια ρομαντική εικόνα τους – ο Πάολο αυτό έκανε με τον Τσίβερ. Γιατί; Δεν ξέρω. Ισως να μας βασανίζει η ιδέα του ποιητή που πίνει την απουσία».
Ο Γκάρι Ολντμαν γνωρίζει πολύ καλά τι λέει γιατί έχει υπάρξει ο ίδιος αλκοολικός. «Οταν έλεγα προηγουμένως ότι δεν έχει καμία σημασία το πού βρίσκεσαι γιατί τα προβλήματα που έχεις σε ακολουθούν μιλούσα για μένα» είπε. «Οταν κάποτε έπινα – και έπινα πολύ – είχε τύχει να βρεθώ σε ορισμένα από τα πιο όμορφα μέρη στον κόσμο και το μόνο που θυμάμαι είναι να χάνω τις αισθήσεις μου εξαντλημένος στο ξενοδοχείο μου. Δεν έδινα δεκάρα για το πού βρισκόμουν ή τι θέα είχε. Η θλίψη που κουβαλάς μαζί σου είναι τόσο μεγάλη που δεν σε ενδιαφέρει τίποτα γύρω σου».
Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον
Πώς γίνεται, αλήθεια, ένας τόσο διάσημος σταρ σαν αυτόν να είναι και τόσο ανοιχτός απέναντι στο ευαίσθητο του (κάποτε) αλκοολισμού του; Ο Ολντμαν κοιτάζει το κενό και χαμογελά θλιμμένα. «Αν δεν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, τότε δεν θα μπορέσεις ποτέ να προχωρήσεις στη ζωή σου» απάντησε. «Γιατί αν δεν είχα σταματήσει να πίνω, 27 χρόνια στο παρελθόν, σήμερα δεν θα βρισκόμουν εδώ μαζί σας αφού δεν θα ήμουν ζωντανός. Δεν θα ετοιμαζόμουν για την πέμπτη σεζόν του “Slow Horses” που με κάνει τόσο ευτυχή. Δεν ήταν εύκολο τότε, σήμερα δεν το σκέφτομαι καν. Αλλά ότι το κατάφερα, ότι κατάφερα δηλαδή να μην έχω πιει γουλιά αλκοόλ εδώ και τόσα χρόνια, είναι για μένα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ζωής μου».
Μάλιστα ο Ολντμαν το προχώρησε ακόμα περισσότερο: «Ηρωές μου ήταν πάντα αλκοολικοί. Ενας από τους πολύ σημαντικούς φίλους μου υπήρξε κάποτε ο Ρίτσαρντ Μπάρτον. Και σας ρωτώ ποιος ήταν τελικά πιο έξυπνος από τους δυο μας; Εγώ ή εκείνος; Εγώ ήμουν. (Ως γνωστόν, ο αλκοολισμός του Ρ. Μπάρτον συνέβαλε στον πρόωρο θάνατό του.) Κάποιοι άνθρωποι μπορούν να σταματήσουν και κάποιοι απλώς δεν μπορούν. Δεν το συλλαμβάνουν μέσα τους.
Ο Τσίβερ, δυστυχώς, ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Διάβασα κάπου μια ρήση του. “Απλώνω το τρεμάμενο χέρι μου για να πιάσω το τηλέφωνο και να καλέσω τους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Αλλά βλέπω το χέρι μου να αναζητά το μπουκάλι με το ουίσκι, το τζιν, τη βότκα και το βερμούτ. Οτιδήποτε προσφέρεται. Είναι αυτό που λέμε. “Θα το κάνω αύριο. Οχι σήμερα, καλύτερα αύριο”.
Αλλά ξέρετε κάτι; Εμείς οι ηθοποιοί είμαστε όλοι λίγο τρελοί που κάνουμε ό,τι κάνουμε. Οπως κι εσείς. Κι εσείς είστε λίγο τρελοί που κάνετε αυτό που κάνετε, να ασχολείστε με τρελούς. Δεν νομίζω ότι γνώρισα ποτέ στη ζωή μου έναν καλλιτέχνη που είναι με τα καλά του. Μάλλον πηγαίνει με το είδος δουλειάς, ε;».