Σενάρια επί σεναρίων, με βάση τα αριθμητικά δεδομένα που διαμόρφωσαν οι κάλπες στη νέα Ευρωβουλή, καθώς και τους πολιτικούς συσχετισμούς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανάμεσα στις κυβερνήσεις των «27». Ανησυχία για πιθανές εκπλήξεις και ανατροπές, μέχρι και την τελευταία στιγμή. Εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες που απαιτούν λεπτούς και προσεκτικούς χειρισμούς. Επίσημες διαπραγματεύσεις, αλλά και σκληρό «παζάρι» κάτω από το τραπέζι, που έχουν ήδη ξεκινήσει και θα συνεχιστούν για τις επόμενες μία-δύο (τουλάχιστον) εβδομάδες.
Αυτά και πολλά ακόμη στοιχεία χαρακτηρίζουν το σκηνικό που προέκυψε από τις ευρωεκλογές και τη διαδικασία για την επιλογή των προσώπων τα οποία θα αποτελέσουν την «εικόνα» της Ευρώπης για την επόμενη πενταετία, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Με άλλα λόγια, των προέδρων της Κομισιόν, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και του/της «υπουργού Εξωτερικών» της Ενωσης – με το πακέτο να περιλαμβάνει ουσιαστικά και την ηγεσία της ΕΚΤ, έστω κι αν η θητεία της Κριστίν Λαγκάρντ ολοκληρώνεται το 2027.
Μαζί τους δε, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, υπάρχει και το σύνηθες κερασάκι στην τούρτα: οι μπλόφες και οι τρικλοποδιές. Σαν κι αυτή την οποία επιχειρεί να βάλει ο Σαρλ Μισέλ στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δίνοντας συνέχεια στην πολιτική και προσωπική βεντέτα που μοιάζει να έχει ανοίξει ανάμεσά τους εδώ και χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί, για του λόγου το αληθές, ότι σύμφωνα με αρκετές διαρροές σε ΜΜΕ, ο απερχόμενος πρόεδρος του Συμβουλίου επιχείρησε να αποκλείσει τη συνάδελφό του της Κομισιόν από το ανεπίσημο δείπνο κορυφής της ερχόμενης Δευτέρας. Σαν να μην έφτανε αυτό, φέρεται να έριξε στο τραπέζι και μια εναλλακτική πρόταση για τη διαδοχή της – αυτή του έλληνα Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη – ώστε να μην επιβεβαιωθεί ο τίτλος του μεγάλου φαβορί για δεύτερη θητεία στο τιμόνι της Κομισιόν.
Βεβαίως, το κύριο διακύβευμα αφορά την πολιτική ουσία και όχι τις προσωπικές κόντρες. Μοιάζει, μάλιστα, να είναι ολοένα πιο μεγάλο, περιορίζοντας τα περιθώρια για λάθη και αστοχίες, στο φόντο των τελευταίων εξελίξεων: της ανόδου της Ακροδεξιάς σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, των πρόωρων βουλευτικών εκλογών τις οποίες προκήρυξε ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία (στις 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου) και της κρίσης διαρκείας στον κυβερνητικό συνασπισμό του Ολαφ Σολτς στη Γερμανία (που δεν αναμένεται να λήξει πριν από τις επόμενες εκλογές, ύστερα από 15 μήνες).
Είναι το ίδιο ακριβώς σκηνικό που, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, θα αναγκάσει τους ηγέτες των παραδοσιακών δυνάμεων της ΕΕ να παραμερίσουν όσα ζητήματα είναι ήσσονος σημασίας. Επιταχύνοντας, παράλληλα, τις διαδικασίες για την πλήρωση των προαναφερθέντων θέσεων, ώστε να σταλεί ένα μήνυμα σταθερότητας και συνέχειας και να μη ριχτεί και άλλο νερό στον μύλο εκείνων που υποστηρίζουν – σε καμία περίπτωση άδικα – ότι το οικοδόμημα της ενωμένης Ευρώπης έχει εισέλθει σε μια περίοδο βαθιάς και δομικής κρίσης, από την οποία δύσκολα θα βγει.
Είναι δεδομένο, πάντως, ότι στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται, οι πάντες επανεξετάζουν την τακτική τους, ενώ εμφανίζονται έτοιμοι ακόμη και να ξεπεράσουν και κάποια παραδοσιακά ταμπού. Ενα από αυτά είναι η συνδιαλλαγή και συγκυβέρνηση με δυνάμεις της Ακροδεξιάς, μεγάλο τμήμα της οποίας έχει ήδη εισέλθει σε διαδικασία εκσυγχρονισμού και άμβλυνσης των πιο ακραίων και απωθητικών χαρακτηριστικών της. Ετσι ώστε να αντιμετωπίζεται, από τους πολίτες και το πολιτικό σύστημα, ως μια «σοβαρή και υπεύθυνη Ακροδεξιά».
Καθοριστικός παράγοντας σε αυτή τη διαδικασία αποτέλεσε, αναμφίβολα, η παρουσία της Τζόρτζια Μελόνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας. Καθώς δε σύντομα είναι πιθανό να πλαισιωθεί και από τον φέρελπι ακροδεξιό Ζορντάν Μπαρντελά στη Γαλλία, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται επίσης Ολλανδία και Αυστρία, το μόνο πρακτικά που θα μένει είναι ένα: Να πέσει το αποκαλούμενο «Τείχος της Μέρκελ» στη Γερμανία, η ουσία του οποίου, όπως υπενθυμίζει η «La Repubblica», συμπυκνώνεται στο σύνθημα «Ποτέ με την AfD».