Στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης τα μέλη της οποίας διέπρατταν απάτες με λεία χιλιάδων ευρώ μέσω διαδικτυακών αγγελιών ή με το πρόσχημα παροχής επιδοτήσεων ή επιστροφής χρημάτων προχώρησαν αστυνομικοί του τμήματος Δημόσιας Ασφάλειας της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Αθηνών.
Για την υπόθεση σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος δύο αρχηγικών μελών για συγκρότηση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, τα μέλη της οποίας διαπράττουν από κοινού και κατ’ εξακολούθηση απάτες, τελεσθείσες και σε απόπειρα, μέσω παράνομης πρόσβασης σε ηλεκτρονικά τραπεζικά δεδομένα, αντιποίηση, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, με τη συνολική ζημία να υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 66 άτομα, τα οποία λειτουργούσαν ως «money mules» και τα οποία κατηγορούνται για παροχή περιουσιακών στοιχείων προς διευκόλυνση του σκοπού της εγκληματικής οργάνωσης.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ, είχε προηγηθεί «εμπεριστατωμένη έρευνα, η οποία περιλάμβανε κατάλληλη αξιοποίηση πληροφοριών, φυσικές εξακριβώσεις, τεχνικές – ψηφιακές έρευνες και ειδικές ανακριτικές πράξεις, σύμφωνα με την οποία προέκυψε ότι η δράση της οργάνωσης τοποθετείται χρονικά από τον Μάρτιο του 2023 και τα μέλη της οποίας δρούσαν με συγκεκριμένη μεθοδολογία».
Ειδικότερα, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης διέπρατταν απάτες με δύο διαφορετικούς τρόπους δράσης (modus operandi), ως εξής:
Πρώτη μεθοδολογία: Εικονικές αγγελίες σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης
Αναρτούσαν εικονικές αγγελίες που αφορούσαν την πώληση αυτοκινήτων και αγροτικών μηχανημάτων σε πολύ χαμηλή και δελεαστική τιμή και με αυτόν τον τρόπο η ανεύρεση των θυμάτων επιτυγχάνονταν παθητικά, καθόσον τα ίδια τα θύματα επικοινωνούσαν με τους δράστες.
Ακολούθως, οι δράστες προκειμένου να «κλείσουν» τη συμφωνία, ζητούσαν και λάμβαναν προκαταβολή με το πρόσχημα να μη διαθέσουν το όχημα σε άλλον υποψήφιο αγοραστή και αφού αποσπούσαν από τα θύματα όσο μεγαλύτερο χρηματικό ποσό ήταν δυνατόν, διέκοπταν κάθε επικοινωνία, εξαφανίζοντας τα ίχνη τους.
Δεύτερη μεθοδολογία: Δικαιούχοι επιστροφής χρημάτων – επιδομάτων
Εντόπιζαν μέσω διαδικτυακών πλατφόρμων υποψήφια θύματα και προσποιούμενοι υπαλλήλους δημόσιων φορέων, προφασίζονταν ότι είναι δικαιούχοι κρατικής επιδότησης ή επιστροφής χρημάτων, εκμεταλλεύονταν την άγνοια των θυμάτων ως προς τη λειτουργία των τραπεζικών συναλλαγών και τους καθοδηγούσαν στο να μεταφέρουν χρηματικά ποσά σε «επιχειρησιακούς» λογαριασμούς τρίτων που είχαν ήδη «στρατολογήσει» τα μέλη της οργάνωσης ή αποκτούσαν πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό, προκαλώντας έτσι ακόμα μεγαλύτερη οικονομική ζημία στα θύματα.
Και στις δύο περιπτώσεις μετέφεραν τα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς των ατόμων που είχαν «στρατολογήσει» ως «money mules» έναντι χρηματικής αμοιβής ύψους 300 έως 500 ευρώ και ανάλογα με την τράπεζα που τους εξυπηρετούσε κάθε φορά.
Χαρακτηριστικό του τρόπου δράσης τους ήταν ότι, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, «επιδείκνυαν ιδιαίτερη ικανότητα, εφευρετικότητα και αξιοπρόσεκτα ποσοστά επιτυχίας, αποφεύγοντας λάθη που θα οδηγούσαν στον εντοπισμό τους. Δημιουργούσαν λίστα και συνέλλεγαν πληροφορίες για τους στόχους, ενώ συχνά επικοινωνούσαν μαζί τους σε προγενέστερο της απάτης χρόνο για να εμπλουτίσουν τις πληροφορίες τους, ώστε να είναι πειστικοί κατά την τελική επικοινωνία».
Για τον τερματισμό της δράσης τους πραγματοποιήθηκε το πρωί του Σαββάτου 15 Ιουνίου συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση στις οικίες των μελών της οργάνωσης όπου εντοπίστηκε και συνελήφθη ένα από τα αρχηγικά μέλη καθώς και ένα ακόμη άτομο, το οποίο είχε και ρόλο «money mule», για παράβαση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά.
Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, βρέθηκαν –μεταξύ άλλων- και κατασχέθηκαν:
– Τρία αυτοκίνητα,
– 7.710 ευρώ,
– Εννέα κινητά τηλέφωνα,
– Πλήθος τραπεζικών καρτών,
– Τρεις κονσόλες παιχνιδιών,
– Laptop και smartwatch,
– Πλήθος εγγράφων (φορολογικών, τραπεζικών και τα λοιπά),
– Δύο κουτιά με 60 ναρκωτικά δισκία.
Από τη μέχρι τώρα έρευνα έχουν εξιχνιαστεί 12 περιπτώσεις απάτης με το παράνομο κέρδος να ξεπερνά τις 154.000 ευρώ. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.